Η κρυστάλλινη κόρη
Περπατά πάντα ξυπόλυτη. Δεν της αρέσουν οι κάλτσες. Τα παπούτσια τα πετά. Πολλές φορές την παρατηρώ να μιλά στα σπουργίτια πάνω στο δέντρο του κήπου. Δυο φορές μάλιστα πήραν από το χέρι της κομματάκια ψωμί, που επιμελώς είχε τρίψει.
Advertisement
Προχτές την έγλυφε στο πρόσωπο το άγριο ντόπερμαν του αντιπαθητικού γείτονά μας. Μόλις το αντιλήφθηκα, «πάγωσε το αίμα μου». Της φώναξα να προσέχει. Δεν αντέδρασε. Άρχισε να του τραγουδά. Ο σκύλος ξάπλωσε μπροστά της και την άκουγε σαν υπνωτισμένος. Πέρασαν πέντε λεπτά. Ο γείτονας φώναξε τον σκύλο του. Αυτός δεν κουνήθηκε από την θέση του. Τότε σταμάτησε να τραγουδά και φιλικά χαϊδεύοντας τον στο κεφάλι, τον παρότρυνε να γυρίσει στο αφεντικό του. Αυτός την υπάκουσε. Γύρισε πίσω.
Αμέσως έτρεξα και την πήρα από το χέρι να γυρίσουμε σπίτι. Παρατήρησα πως μοσχοβόλαγε, σαν να είχε βάλει άρωμα.Ένα άρωμα όμως που σίγουρα δεν ήταν της μητέρας της. Δεν την ρώτησα πού το βρήκε. Χωρίς απολύτως καμιά κουβέντα, την έπιασα από το χέρι και της πρότεινα να γυρίσουμε σπίτι. Η παλάμη της ήταν ζεστή και διαθέσιμη, σαν γλυκιά αγκαλιά. Αμέσως ένιωσα και εγώ σαν το άγριο ντόπερμαν που με το άγγιγμα του χεριού της και μόνον με μετέτρεπε σε ειρηνικό, αγνό κουτάβι. Την κοίταξα στα μάτια και με κοίταξε και αυτή, βαθιά. Στιγμές… δευτερόλεπτα σιωπής. Τα μαλλιά της δημιουργούσαν ένα φωτεινό στεφάνι. Έμοιαζε τόσο εύθραυστη, αλλά και τόσο δυνατή, σαν μάγισσα κάπως, αλλά και όχι ακριβώς. Έμοιαζε, φαινόταν τόσο διάφανη. Σκέφτηκα πως θα ήταν αν εγώ ήμουν εκείνη και εκείνη εγώ. Αμέσως χωρίς να αρθρώσω κουβέντα μου απάντησε.
– Πατέρα, ναι σε μαγεύω, επειδή είσαι δικός μου, είσαι δικός μου.
Advertisement
Advertisement