Η πρώτη λέξη
Ραντεβού σήμερα με την προσπάθεια τήρησης μιας αδερφικής υπόσχεσης. Ο Μιλτιάδης καθηγητής συγκριτικής φιλολογίας στο Παρίσι θέλει να μάθει πριν πεθάνει ποια ήταν η πρώτη λέξη που βγήκε από τα ανθρώπινα χείλη. Και αφού ο θάνατος κόβει αιφνίδια το μίτο της έρευνάς του ζητά από την αδερφή του να βρει την αρχή του λαβυρίνθου της ανθρώπινης γλώσσας για λογαριασμό του.
Γνωστό το πάθος του Βασίλη Αλεξάκη, του «βοσκού των λέξεων» κατά τους Γάλλους, για τη γλώσσα. Ισορροπώντας ανάμεσα σε δύο γλωσσικούς κόσμους, τον ελληνικό της καταγωγής του και τον γαλλικό της συγγραφής του, σ’αυτό το μυθιστόρημα επιχειρεί μέσα από την επίλυση ενός αινίγματος – ποια ήταν η πρώτη λέξη που ακούστηκε ως ήχος στα αυτιά του Homo Sapiens και ποια έννοια θέλησε ο πρόγόνός μας στην αυγή των προϊστορικών χρόνων να εκφράσει λεκτικά- να μας θυμίσει τη σημασία της.
«Κανένας λαός δεν δικαιούται να ξιπάζεται για τη γλώσσα του, γιατί καμία δεν είναι δημιούργημα ενός μόνο λαού» αναφέρει. Υπάρχει μονοπώλιο στο συναίσθημα; Δεν μονοπωλείται η σκέψη γι’αυτό ούτε και η γλώσσα. Η γλώσσα στη γέννησή της είναι έκφραση συναισθημάτων. Και μετά λειτουργεί ως επικοινωνιακός κώδικας μετάδοσης πολιτισμού, ιδεών και πεποιθήσεων.
«Πόσοι νευρώνες υπάρχουν στον εγκέφαλο; Πού βρίσκεται η έδρα της γλώσσας; Μπορούν οι πίθηκοι να λένε όχι; Ποια ήταν η θεωρία του Ζαν Πιαζέ για την πρώτη λέξη; Πώς μια γλώσσα πεθαίνει; Ποιος επινόησε τη λέξη νοσταλγία;» κάποιες ερωτήσεις που συναντούν την εξηντάχρονη αδερφή του Μιλτιάδη στο πείραμα ολοκλήρωσης του έργου του. Και οι απαντήσεις που καλείται να βρει τις μαθαίνουν να συναισθάνεται με το δικό της τρόπο την μυστική προέλευση των λέξεων. Παρέα με τους συντρόφους της δικής της ψυχής, τα δικά της συναισθήματα, το πένθος για την απώλεια του αδερφού της, τη ζεστασιά των παιδικών τους χρόνων, τη χαρμολύπη της ενηλικίωσής τους και χωρισμού των δρόμων τους, ανακαλύπτει τελικά την πίστη της στη συνέχεια του κύκλου της ζωής…όποια και αν ήταν η πρώτη λέξη, ποτέ δε θα υπάρξει τελευταία όσο υπάρχει ζωή…