Η φτερωτή απάντηση…
Περπατώ ανήμερα 25ης Μαρτίου στην πόλη της Πάτρας, στην γενέθλια πόλη μου. Μία παράξενη, αδιόρατη, σαφώς βαθιά και εσωτερική υπαρξιακή έκρηξη αγωνίας με πλημμυρίζει. Από μικρό παιδί πάντα τέτοιες περιόδους έτσι ένιωθα. Και ακόμη και τώρα σαράντα χρόνια μετά έτσι συνεχίζω να βασανίζομαι. Να βασανίζομαι από ερωτήματα απλά, σαφώς υπαρξιακά και για αυτό τόσο εμμονικά.
Πού πάω; Σίγουρα όχι στην παρέλαση. Ποιός άραγε πραγματικά είμαι; Μήπως τρελάθηκα; Ή μήπως θα αρρωστήσω έτσι ξαφνικά και θα αναχωρήσω; Γνωρίζω άραγε τι θα συμβεί; Μπορώ να προεξοφλήσω τα άσχημα μαντάτα; Σε ποια άραγε ιστορική περίοδο της παγκόσμιας ιστορίας ζω; Βρίσκομαι σε περίοδο «μεταίχμιο» ή πιθανόν σε περίοδο μεγάλης αλλαγής;
Τις σκέψεις μου διακόπτουν κάποια περιστέρια που εναγωνίως και συστηματικά τσιμπούν σημεία του πεζοδρομίου ψάχνοντας προφανώς σαν και μένα να διακρίνουν «στο πουθενά» σημάδια ανύπαρκτου φαγητού για να ικανοποιήσουν την πείνα τους. Τα παρακολουθώ να εξαντλούν όλα τα πιθανά σημεία που θα υπήρχε κάτι φαγώσιμο. Μάταια. Τα βλέπω να πετούν μακριά από εμένα και έτσι χάνω και τους τελευταίους συμμάχους μου. Πόσο θα επιθυμούσα την στιγμή εκείνη να βρίσκαν φαγητό.
Ψάχνω στις τσέπες μου. Ακουμπώ βαθιά μέσα στην αριστερή ένα χαρτομάντιλο. Το παίρνω στα δυο μου χέρια και χωρίς να το σκεφτώ το κουνώ σαν λευκή πετσέτα αποχαιρετώντας τους φτερωτούς φίλους μου.
Τους ακολουθώ με το βλέμμα μου. Η μέρα είναι μουντή και βροχερή. Από μακρυά ακούω τα εμβατήρια της παρέλασης. Η γνωστή φωνή του πατρινού ραδιοφωνικού δημοσιογράφου εξυμνεί τα σχολεία που παρελαύνουν. Ακούω μόνον το ρυθμό Μαρς των εμβατηρίων ενώ με το βλέμμα μου συντροφεύω τα περιστέρια. Τα παρατηρώ στο απέναντι πεζοδρόμιο να προσπαθούν να βρουν εκεί κάτι φαγώσιμο. Περίεργο αφού γνωρίζουν ότι ούτε και εκεί θα βρουν τίποτα. Περίεργο. Σαν να έχω την εντύπωση ότι κάτι θέλουν να μου πουν, μάλλον κάτι να μου δείξουν.
Είναι όλα μαζεμένα μπροστά από την βιτρίνα ενός καταστήματος ρούχων που με μεγάλα λευκά γράμματα είναι κολλημένες δυο λέξεις ΤΕΛΟΣ ΕΠΟΧΗΣ. Κοιτώ και ξανακοιτώ τις λέξεις. Δεν μπορεί να είναι αλήθεια, μονολογώ. Κάποιος παίζει μαζί μου. Κάποιος μου κάνει πλάκα. Παραμένω ακίνητος σαν άγαλμα ακούγοντας μόνον την πιο έντονη αναπνοή μου. Μπροστά από την βιτρίνα περνούν παιδάκια κρατώντας και κουνώντας ελληνικές σημαίες. Και πίσω απ’ αυτές τα άσπρα γράμματα, οι δυο λέξεις. ΤΕΛΟΣ ΕΠΟΧΗΣ.
Τα περιστέρια πετούν προς τον μουντό πατρινό ουρανό. Τα παιδιά με τις σημαίες τα φόβισαν. Το βλέμμα μου καρφωμένο στις δυο λέξεις που παραμένουν εμβληματικές και κυρίαρχες. Φέρνω το άσπρο χαρτομάντιλο στα μάτια μου και τα σκουπίζω από τα δάκρυα ευχαρίστησης που με πλημμυρίζουν. Ευχαρίστηση γιατί έστω και μετά από σαράντα ολόκληρα χρόνια πήρα την απάντηση.
Μια απάντηση γεμάτη αγάπη που μου δώρισαν οι φτερωτοί μου φίλοι.