Λευκός επισκέπτης
Είχε πλέον σουρουπώσει και το χιόνι είχε σταματήσει να πέφτει εδώ και αρκετή ώρα. Στεκόταν στους πρόποδες του Ομπλού και παρατηρούσε την πόλη να απλώνεται από κάτω. Τα φώτα της είχαν αρχίσει σιγά σιγά να ανάβουν. Το συγκεκριμένο βουνό αποτελούσε κομμάτι της ζωής της στην Πάτρα. Το είχε δει με όλους τους καιρούς, όλες τις εποχές και όλες τις ώρες και το λάτρευε με την κάθε αλλαγή του. Το να το επισκεφθεί την συγκεκριμένη χρονική στιγμή και με αυτό τον καιρό, μπορεί να ξένιζε κάποιους, για εκείνη όμως ήταν κάτι φυσιολογικό.
Είχε χρόνια να χιονίσει και μάλιστα μέσα στην πόλη και όλοι είχαν ενθουσιαστεί. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είχαν γεμίσει με φωτογραφίες σε λευκό φόντο. Ήταν πράγματι υπέροχο το θέαμα. Οι παχιές νιφάδες που έπεφταν από τον ουρανό, έμοιαζαν με πούπουλα. Λες και οι άγγελοι έριχναν τα φτερά τους. Λες και ήθελαν να σκεπάσουν την ασχήμια του κόσμου. Να τους θυμίσουν πως είναι κάτι αγνό και καθαρό, χωρίς πόνο, χωρίς πόλεμο, χωρίς λύπη…
Ανέβηκε στο καταφύγιό της, τον Ομπλό, να δει την πόλη από ψηλά, ντυμένη νύφη. Το λευκό πέπλο του χιονιού κάλυπτε τα πάντα. Το ένιωθε και στην ψυχή της. Όχι σαν κάτι παγωμένο αλλά σαν να την σκέπαζε με ηρεμία, θαλπωρή και γαλήνη. Σαν να την βοηθούσε να τακτοποιήσει το χάος μέσα της. Ο παγωμένος αέρας που φυσούσε ελαφρά, έκανε τα πνευμόνια της να πονούν σε κάθε εισπνοή. Επιβεβαίωση της ύπαρξής της, της ζωής μέσα της. Σκέφτηκε εκείνους που το κρύο και το χιόνι δεν αποτελούσε επιλογή για χαρά και διασκέδαση, αλλά πραγματικό πρόβλημα επιβίωσης.
Επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Οι μόνοι ήχοι ήταν τα βήματά της στο φρέσκο χιόνι και τα τριξίματα των δέντρων από το βάρος του λευκού επισκέπτη. Το κρύο γινόταν ολοένα και πιο δριμύ και οι δρόμοι είχαν αρχίσει να καλύπτονται από ένα λεπτό επικίνδυνο στρώμα πάγου. Ήταν ώρα να επιστρέψει σπίτι. Κοίταξε τον ουρανό και παρατήρησε ότι είχαν αρχίσει να φαίνονται κάποια αστέρια. Ο Σείριος ίσως; «Ανοίγει ο καιρός» σκέφτηκε. «Αν έχει λιακάδα αύριο θα έρθω και το πρωί με τον καφέ μου!» Έτσι κι έκανε…