Λογοτεχνικές τρίπλες για λίγους
Ο Κυριακίδης είναι µια ξεχωριστή µορφή των ελληνικών γραµµάτων. Επηρεασµένος από τον Μπόρχες, πέρασε µια φάση συνεπέστατης µίµησης του Αργεντίνου συγγραφέα, καθιερώθηκε ως ο κατ’ εξοχήν µεταφραστής του στην Ελλάδα, αναπτύσσοντας παράλληλα δικό του συγγραφικό ύφος. Σε τέτοιο βαθµό ώστε να χαρακτηρίζεται Κυριακίδειο από τους γνώστες του έργου του. Εδώ ανθολογούνται έργα από την µακρόχρονη και πολυποίκιλη εργογραφία του. Μια καλή, λοιπόν, ευκαιρία να βγω από τα ξενόγλωσσα αναγνώσµατά µου για τη συνήθη, αραιή αλλά συνεπή περατζάδα µου στην ντόπια λογοτεχνία µας.
Μια πρώτη επαφή µε τις σελίδες του βιβλίου µε οδήγησε –κάπως οργισµένο και αποκαµωµένο– να πω: παραλήρηµα διακειµενισµού. Λογικό όταν διαβάζεις ένα πνευµατικό παιδί του Μπόρχες. Περίτεχνες φράσεις µε δυσνόητο, ερµητικά κλειστό σαν διπλοσφραγισµένο µπαούλο νόηµα. Από µια πληθώρα κειµένων, λογοτεχνικοί, θρησκευτικοί, βιβλικοί, αρχαιοελληνικοί και ιστορικοί χαρακτήρες περνούσαν από µπροστά µου. Μα εγώ αδυνατούσα να τους βάλω σε τάξη. ∆ιαµορφωνόταν ένας µυθοπλαστικός ειρµός για λόγιους και βαθύτατα πνευµατώδεις ανθρώπους. Μάλλον ένιωθα βλάκας, µε αντιφατικά αποτελέσµατα: οργή αλλά και µια άβολη, προκλητική αίσθηση που µ’ έκανε να συνεχίζω µπας και πιάσω κάτι.
Υπάρχει µια προδιάθεση προς το ευφάνταστο αλλά πάντα στο πλαίσιο της ελληνικής, διανοουµένης προσέγγισης ως παρακαταθήκη των Μπόρχες, Πόου (έτσι τον γράφουν) και Κάφκα. Αν δεν έχεις διαβάσει τέτοια δεν καταλαβαίνεις καν ότι ο συγγραφέας αποκλίνει προς αυτά τα ληµέρια. Υπάρχει και µια µικρή απόκλιση ως προς το αλλόκοτο, την υπέρβαση του ρεαλισµού αλλά πάντα µε έναν λογιοτατισµό. Με µια λεξοπλαστική διάθεση που ψευδοµαρτυρά µια ποιητική θητεία του Κυριακίδη.
Το βιβλίο το πασάλειψα. Γύρισα άτσαλα σελίδες, πήδηξα ιστορίες. Γενικά έκανα πράµατα που δεν συνηθίζω. Και για αυτό δεν φταίει ο Κυριακίδης αλλά η δική µου κακή εκτίµηση. Το βιβλίο απευθύνεται σε µια αυστηρά περιορισµένη µερίδα: το ελληνικό λογοφιλές κοινό που ευθύνεται σε µεγάλο βαθµό για τη διαµόρφωση της λογοτεχνίας στην Ελλάδα µε όποια αρνητικά και θετικά συνεπάγεται. Μέρος της δεν είµαι όµως. ∆εν σκαµπάζω και δεν προτίθεµαι. Ωστόσο, και παρόλο που δεν πέρασα καλά, µοιραζόµαστε την ίδια αγάπη αν και διαφορετικά καµωµένη και για αυτό δεν βάζω βαθµό.
Νιώθω ένα χρέος ως προς τον χρόνο µου και τη µικρή µου βιβλιολαγνική τριβή να αποστάξω. Κι αυτό είναι πως ο Κυριακίδης είναι συγγραφέας που έχει µια λάγνα, εθιστική σχέση µε τη γλώσσα. Γράφει για τη χαρά της γραφής, τη σύνθεση, την ανάµειξη. Την ανάδειξη του λεκτικού πλούτου, της ευλυγισίας και προσαρµοστικότητας της γλώσσας που µπορεί να οδηγήσει σε ενδιαφέροντα και διασκεδαστικά, εκφραστικά αποτελέσµατα. Το ποταπό µου συµπέρασµα επιβεβαιώνεται στο επίµετρο. Σε µια διδακτορική διατριβή σχετικά µε την εργογραφία του Κυριακίδη –και κάποιων άλλων επιφανών συγγραφέων– γράφεται πως ο πυρήνας λογοτεχνίας του αποτελεί ένα παιχνίδι µε τη γλώσσα. Τέλος κάτι που µε ερέθισε και µε ενθουσίασε ήταν η ενότητα µε κείµενά του που είναι ιδέες πάνω σε νουβέλες και µυθιστορήµατα – µια ιδέα που πατάει στη ρήση του Μπόρχες: γιατί να γράψεις ολόκληρη ιστορία αν µπορείς να πεις την περίληψή της; Όµορφο.