Ξημερώματα μιας βροχερής Κυριακής
Ξύπνησες από τον αέρα και τη δυνατή βροχή, ξημερώματα Κυριακής, λίγο πριν το ξυπνητήρι. Κοίταξες το ρολόι, η ώρα σχεδόν πεντέμισι.
Η ζεστασιά του κρεβατιού σαν σειρήνα σε γάντζωνε από παντού. Τη νίκησες με δυσκολία και σηκώθηκες ανόρεχτα. Είδες τη βαλίτσα να σε περιμένει, έτοιμη από το προηγούμενο βράδυ, δίπλα στην πόρτα.
Λίγο κρύο νερό στο πρόσωπο, μπρίκι, γκαζάκι, ανακάτεψες καφέ και ζάχαρη και μέχρι να φουσκώσει ο ελληνικός έστριψες τσιγάρο. Τζούρες βαθιές, νικοτίνη, καφεΐνη και το μάτι άνοιξε για τα καλά. Όσο καφέ δεν πρόλαβες να πιείς τον έβαλες σ’ ένα χάρτινο κυπελάκι.
Δυο φιλιά, να προσέχεις, καλό ταξίδι, πάρε τηλέφωνο όταν φτάσεις κι έκλεισες την πόρτα πίσω σου προσεκτικά μην κάνεις θόρυβο και ξυπνήσει το παιδί. Νύχτα ακόμη έξω.
Ταξί για το σταθμό, μια γρήγορη –βραδινή ακόμη– βόλτα στην άδεια πόλη και η κλασσική στιχομυθία με τον ταξιτζή. Φιγούρες ξενύχτηδων εδώ κι εκεί. Στήθηκες στο σταθμό να περιμένεις τον οδηγό ν’ ανοίξει τα πλευρά του λεωφορείου για να μπουν οι βαλίτσες. Χάζεψες τη λιγοστή κίνηση του δρόμου και τον απέναντι περιπτερά που τακτοποιούσε τις κυριακάτικες εφημερίδες.
Κίτρινα φώτα κάτω από τη βροχή. Ανέβηκες και βολεύτηκες δίπλα σε παράθυρο. Το λεωφορείο γλίστρησε για λίγο μέσα στις στροφές της πόλης, βγήκε στην ευθεία της Κορίνθου κι από εκεί όρμησε με φούρια να βγει στην εθνική. Μετά τα διόδια του Ρίου σε πήρε πάλι ο ύπνος.
Όταν ξύπνησες ήσουν ήδη μακριά κι ο καφές είχε κρυώσει…