Ο Μικρός ήρωας
Κούραση, ναι κούραση, έτσι θα την περιέγραφε. Μάλλον και μια μικρή ή μάλλον λίγο μεγαλύτερη θλίψη να κρύβεται από πίσω, παραδέχεται επίσης αβίαστα. Και πίσω από την θλίψη μια αποτυχία. Η αποτυχία εξαιτίας μιας ακόμη ματαίωσης. Μια ματαίωση που δημιουργήθηκε, γεννήθηκε από τον φόβο. Τον φόβο μιας ενδεχόμενης αποτυχίας που βέβαια επήλθε, χωρίς καν να συντελεστεί η πράξη, χωρίς καν να δοθεί η μάχη. Και μετά…, και μετά;
Μετά, ένα κορμί, το κορμί του κουρασμένο, εξαντλημένο. Ένα κορμί που από μόνο του δημιουργεί τοξίνες. Τοξίνες που δεν τις αποδομεί, αντίθετα τις γεννά από μόνο του. Και ενώ ελάχιστες από αυτές αυτοθεραπεύονται -κάπως δηλαδή σαν να ολοκληρώνουν τον σύντομο, μικρό κύκλο της τοξικής ζωής τους- κάποιες άλλες παραμένουν στο κορμί του για μεγαλύτερο διάστημα και απομακρύνονται όταν ήδη κάποιες άλλες, νέες, καινούργιες τοξίνες έχουν πάρει την θέση τους.
Και ο φαύλος κύκλος συνεχίζεται. Και δεν επηρεάζεται μόνον το σώμα του εξωτερικά, αλλά και τα σπλάχνα του, οι ιστοί γενικότερα, οι μύες και οι τένοντες του, τα κόκαλα και οι αρθρώσεις του. Πονάνε αναίτια και συχνά οι μύες και οι αρθρώσεις του. Μα αυτός πια έχει μάθει, έχει εκ-παιδευτεί να αντέχει και να ανέχεται τον πόνο.
Και ο βραδινός του ύπνος αρχίζει να διαταράσσεται. Αντέχει μόνον μικρούς κύκλους ύπνου, δύο ωρών το πολύ, ανήσυχους, συχνά με εφιάλτες, ιδρώματα, μουδιάσματα στα άκρα και συχνές κράμπες χαμηλά στην κοιλιά του. Και μετά το μαρτύριο του νέου δίωρου ύπνου που μέχρι να συντελεστεί δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες εκατομμύρια, δισεκατομμύρια σκέψεις περνούν από το μυαλό του.
Ένα μυαλό που από τις ίδιες του τις σκέψεις και μόνον δημιουργεί περισσότερο φόβο. Ναι, αυτές οι σκέψεις του είναι ο κυριότερος γενεσιουργός παράγοντας δημιουργίας φόβου. Ενός είδους φόβου που το χαρακτηριστικό ακριβώς είναι η γενετική του αλλοίωση. Είναι ο φόβος εκείνος που δεν έχει δημιουργηθεί από τα αποτελέσματα της συντέλεσης ενός άσχημου γεγονότος αλλά είναι μεταλλαγμένος γιατί δημιουργήθηκε από τις σκέψεις εκείνες, οι περισσότερες από τις οποίες ουδεμία ή ελάχιστη σχέση έχουν με την πράξη, με το γεγονός και την συντέλεση του.Ένας ”fast-food” φόβος, ιδιαίτερα τοξικός όπως και η αντίστοιχη τροφή επίσης.
Και τότε ο νους του αρχίζει να ξεχνά, να λησμονά. Και αυτή η λήθη είναι αρχετυπική γιατί έχει σχέση με την αποκοπή του από την πρωταρχική πηγή. Και όσο η λήθη αυτή εξαπλώνεται και αρχίζει σιγά – σιγά, μα σταθερά και οργανωμένα να «μουδιάζει», να υπνωτίζει τους νευροδιαβιβαστές του μυαλού του, τόσο ο κυρίαρχος φόβος έχει εγκαθιδρυθεί, έχει γίνει ένας μικρός, μα πολύ σύντομα, τυραννικός ηγεμόνας.
Το επόμενο πρωί τον βρίσκει να μην μπορεί από τους σωματικούς του πόνους να σηκωθεί από το κρεβάτι. Μιά τελευταία προσπάθεια να ανασηκωθεί.
Θυμάται, ξαφνικά θυμάται. Καταλαβαίνει ότι θυμάται γιατί αντικρίζοντας τον ουρανό, κάποια συναισθήματα γεννιόνται, που για πρώτη του φορά μετά από τόσον καιρό, δεν έχουν καμιά, μα καμιά σχέση με τον φόβο. Κοιτάζοντας τον ουρανό ένιωσε…, νιώθει σαν το γαλάζιο του -εντάξει το συννεφιασμένο του- να είναι το ταβάνι του σπιτιού του. Και η θαλπωρή και η ανακούφιση που τον κατακλύζει μαζί με την προοπτική του ουράνιου θόλου, του θυμίζουν πάλι κάτι από την πρωταρχική πηγή.
Συνεχίζει να παρατηρεί τον ουρανό και μετά από κάποια ώρα νιώθει σαν να κοιτάζει μέσα του, βαθιά προς τα μέσα του.Κλείνει τα μάτια του και μεταφέρει τον ουρανό μέσα στα κλειστά του βλέφαρα. Εκατομμύρια σκέψεις εμφανίζονται, έτοιμες να τον καταπιούν, να τον κατασπαράξουν.
Αυτός ακίνητος και σταθερός τις αφήνει να απορροφηθούν από τον ουρανό, αφού και ίδιος πλέον είναι μέρος του. Και τότε θυμήθηκε, θυμάται ότι όταν ήτανε μικρός, κοντά στα τέσσερα, είχε τέτοια δύναμη που ένιωθε ήρωας.
Παραμένει σιωπηλός με κλειστά και υγρά μάτια. Μετά από πολλά χρόνια ξαναθυμάται. Κοιτάζεται βαθιά στα μάτια με τον μικρό ήρωα.