Πρωινός περίπατος
Ήταν 10 το πρωί μιας Τρίτης. Κατέβηκα εκνευρισμένη στο σταθμό του τρένου στο Ρίο για να πάω σπίτι μου. Επέστρεφα από μια επίσκεψη στα κεντρικά της τράπεζας στην Πάτρα.
Η δουλειά μου δεν είχε γίνει, είχα ξυπνήσει πρωί, δεν είχα προλάβει να πιω καφέ, η ζέστη είχε αρχίσει να φουντώνει και έπρεπε να περπατήσω και κανένα τέταρτο ως το σπίτι μου…
Η αλήθεια είναι ότι είχα καιρό να κάνω αυτή τη διαδρομή. Είπα λοιπόν να αφήσω το θυμό μου στην άκρη, δεν ωφελούσε σε τίποτα, και να επικεντρωθώ στο «εδώ και τώρα». Πήρα καφεδάκι στο χέρι και ξεκίνησα.
Αποφάσισα ότι δεν θα ακολουθήσω την κεντρική διαδρομή της Σώμερσετ αλλά θα έμπαινα από τα στενά. Εκτός από το σχετικό μποτιλιάρισμα εκείνη τη στιγμή λόγω του τρένου, γενικά ήταν ένα ήσυχο πρωινό. Είχε λαϊκή. Ήταν διάχυτη η μυρωδιά των ψαριών και των φρούτων. Ίσως λόγω τις ζέστης οι πωλητές δεν διαλαλούσαν την πραμάτια τους αλλά άραζαν νωχελικά στις καρέκλες τους και κάποιοι συζητούσαν μεταξύ τους ή με τους λιγοστούς πελάτες. Οι μαγαζάτορες των εστιατορίων είχαν βγει και έριχναν νερό στις αυλές και τα πεζοδρόμια, για να πέσει λίγο
η σκόνη και να δροσίσει λίγο η ατμόσφαιρα.
Έστριψα στο πρώτο στενό. Τσιγαρισμένο κρεμμυδάκι, κάτι να τηγανίζεται, ίσως κάποιο κοκκινιστό, οι νοικοκυρές είχαν βάλει το φαγητό στην κατσαρόλα! Το πρωινό φως έλουζε τα σπίτια και τα δέντρα και οι σκιές τους σχημάτιζαν μορφές στο δρόμο. Παρακάτω ο δρόμος στένευε, τα σπίτια ήταν πιο μεγάλα και περιποιημένα με όμορφους κήπους και μυρωδάτα μποστανάκια. Δεν ακουγόταν τίποτα. Μόνο ο βόμβος των εντόμων. Και ξαφνικά κοντοστάθηκα. Πράγματι, η απόλυτη ησυχία.
Κοίταξα μπρος, τίποτα, κανείς. Πίσω μου, το ίδιο. Μόνο τα δέντρα, οι φυλλωσιές, το πρωινό φως, τα έντομα. Και τότε ένιωσα ήρεμη. Πήρα βαθιά ανάσα και άφησα το αίσθημα να με κυριεύσει. Ήταν ό,τι μου χρειαζόταν μετά τον εκνευρισμό μου. Και τότε ακούω ένα καμπανάκι και ένας πιτσιρίκος με προσπέρασε με το ποδήλατο του, επαναφέροντάς με στην πραγματικότητα. Χαμογέλασα και συνέχισα μέχρι το σπίτι.