Στους σταθμούς των τρένων
Πέρασε 20 ολόκληρα λεπτά στο σταθμό του τρένου για να σκεφτεί τον τρόπο που θα την αποχαιρετούσε. Μια εβδομάδα, ένας μήνας, ένας χρόνος. Κάτι τέτοιο του είχαν πει. Ποιος αλήθεια μπορεί να μετρήσει τη ζωή; Μια ζωή που τη βλέπει τώρα να περνά από μπροστά του σε κάθε βαγόνι, σε κάθε βήμα ταξιδιώτη που εναλλάσσεται στο σταθμό.
Κάθε ένας κουβαλά τη δική του ιστορία. Μερικές φορές χωράει σε μια δυο βαλίτσες, άλλες η ιστορία γράφεται σε ένα λεπτό και κάποιες άλλες φορές η ιστορία μας καθρεφτίζεται στα μάτια μας. Εκείνος ανήκει σ’ αυτή την κατηγορία.
Στους σταθμούς των τρένων, συμβαίνουν οι πιο πικροί αποχωρισμοί. Αυτοί που επιβεβαιώνονται με μια απέραντη σιωπή. Αυτοί που περιλαμβάνουν θλίψη, πόνο και οργή. Έτσι ήθελε κι εκείνος να την αποχαιρετήσει. Να την πάρει από το χέρι, να κάτσουν στο παγκάκι του σταθμού, αυτό το γεμάτο χαρακιές από ημερομηνίες και ονόματα, να περικυκλώνονται απ’ τη βαβούρα του κόσμου και το θόρυβο των τρένων, όταν ο χρόνος για τους δυο τους σταματά τη στιγμή της ανακοίνωσης, τριγύρω θα συνεχίσει να κυλάει.
Ήθελε να της πει για το χρόνο που του απέμενε κι όμως ήταν τόσο λίγος και δεν έφτανε. Για τις ώρες που πέρασε κοιτώντας τα μάτια της και ξαναγεννιόταν, για τις μέρες που κλειδώθηκαν στο σπίτι και ξέχασαν να βγουν, για τα λουλούδια που μαραίνονταν κάθε φορά που μάλωναν και αυτά που ξανάνθιζαν όταν μόνιαζαν. Ήθελε να της πει και για τα παλτό που μοιράστηκαν στο κρύο, τις ζωγραφιές που σχεδίαζαν στο χαρτί τις ηλιόλουστες μέρες και εκείνο το πολύχρωμο κολάζ που του έφτιαξε όταν ήταν άρρωστος.
Ήθελε να της μιλήσει και για εκείνο το λευκό χαρτί που του έδωσαν μαζί με το εξιτήριο του νοσοκομείου. Δεν του είπαν με βεβαιότητα το χρόνο που απέμενε. Όταν εκείνη έφτασε στο σταθμό συνειδητοποίησε ότι δε φτάνει μια ζωή για να εξηγήσει, να θυμηθεί, να τη χορτάσει. Δε βρήκε τίποτα να πει, καμιά λέξη να συνοδεύσει όσα προετοίμαζε στη διάρκεια της αναμονής. Δε χρειάστηκε να πει κάτι. Εκείνη περιπλανήθηκε με το βλέμμα της ορμητικά και αχόρταγα στο πρόσωπό του. Ήξερε.