Τα μπαλόνια στο τέλος του δρόμου
Είχε χρόνια να γιορτάσει, τα γενέθλια πλέον μόνο ένα βάρος στο στήθος του προκαλούσαν, και μια αμυδρή ανάμνηση ενός πιο ανάλαφρου εαυτού του. Ναι, κάποτε έκανε φοβερά πάρτι, όπως τότε στο μπαρ με τους ακροβάτες, ή εκείνη τη χρονιά με το σκάφος. Περασμένα μεγαλεία, αναστέναζε, οι φίλοι του πια τον ξέχναγαν, και άλλωστε πού όρεξη για τέτοια, τώρα προτιμούσε να το γιορτάζει με ασπρόμαυρες ταινίες και τζιν.
Το πρώτο σημείωμα έφτασε στις οχτώ και μισή ακριβώς. «Βγες στο μπαλκόνι και κοίτα δυτικά». Aνάμεσα στο ψιλικατζίδικο και το ζαχαροπλαστείο «Σαντιγύ» ανέμιζε ζωηρά ένα κίτρινο μπαλόνι. Κατέβηκε τις σκάλες σχεδόν καχύποπτος και πλησίασε το μπαλόνι διστακτικά, για να βρει ένα δεύτερο σημείωμα. Μέχρι τις δέκα, και ακολουθώντας μια τρελή, πολύχρωμη πορεία, είχε φτάσει σε ένα μάτσο μπαλόνια που τον υποδεχόντουσαν στο πιο αναπάντεχο πάρτι της ζωής του.