Το καλύτερο κάλεσμα
Μετά από τόσους γύρους μέσα στο σπίτι είχε ζαλιστεί και βγάζοντας μια ανάσα ξεφούσκωσε στην πράσινη πολυθρόνα στερεώνοντας το κινητό στο μπράτσο. Είχε φτάσει σπίτι ξημερώματα, περπατώντας στο πλάι του και από εκείνη την ώρα δεν έκλεισε μάτι. Είχαν περάσει ήδη δυο ώρες και ακόμα να χτυπήσει το τηλέφωνο. Άπλωσε τεμπέλικα το χέρι της για να παραμερίσει την κουρτίνα και το δέρμα της ζέστανε ένας θρασύς και αναπάντεχος ήλιος.
Είχε σχεδόν ξεχάσει πως ήρθε η άνοιξη, σχεδόν είχε παραιτηθεί από τη ζωή για σήμερα, αλλά το ξανασκέφτηκε και έδεσε με φούρια τα αθλητικά της. Άλλωστε, ποιος χρειαζόταν τηλέφωνα όταν η Μαλού κούναγε ήδη ενθουσιασμένη την ουρά της για μια βόλτα στο πάρκο;