Χείμαρρος ή χίμαιρα η χαμένη γενιά του 1920;
Κάθε φορά που σκεφτόμαστε τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, η σκέψη μας περιστρέφεται γύρω από τα στρατιωτικά γεγονότα, τα πεδία των μαχών, τις πολιτικές αποφάσεις και τα περιβόητα «χαρακώματα».
Advertisement
Μέσα σε αυτό το σκηνικό του πολέμου βρίσκεται και μια μερίδα ανθρώπων απογοητευμένων από τις εξελίξεις, που δεν παύουν να δημιουργούν και να ονειρεύονται ένα κόσμο διαφορετικό, πλασμένο από τα ιδανικά τους, μακριά από αιματοχυσίες και πολιτικά παιχνίδια. Το 1918 δεν σήμανε μόνο την λήξη των εχθροπραξιών αλλά και την ανάδυση μιας νέας γενιάς Αμερικανών λογοτεχνών, που εγκατέλειψαν τη γενέτειρά τους με κατεύθυνση τη γηραιά ήπειρο και συγκεκριμένα το Παρίσι, την πόλη, όπου δεν φάνταζαν απλά ονειροπόλοι και ουτοπιστές αλλά διεκδικητές της απελευθέρωσης από τα δεσμά του συντηρητισμού και τις μνήμες του πολέμου.
Τι ήταν όμως αυτή η γενιά; Ήταν μια παρέα, μια συντροφιά σαν όλες τις άλλες; Μερικοί φίλοι που μεταξύ τυριού και αχλαδιού στα καφέ του Παρισιού συζητούσαν για τα έργα τους, δημιουργούσαν με φόντο την Ευρώπη του 1920; Ήταν κάτι παραπάνω από αυτό. Ένας πυρήνας στοχαστών που με ορίζοντα τη σκέψη τους και όπλο τους τις λέξεις περιέγραψαν την σκληρή καθημερινότητα, τον πόλεμο, τις αλλαγές της εποχής τους, την ταραγμένη τους ζωή και τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση με χιούμορ, ρεαλισμό, καθαρότητα και ευαισθησία. Επικίνδυνο κράμα!
Γιατί ονομάστηκαν χαμένη γενιά; Ο όρος αυτός που τους αποδόθηκε από τη Γερτρούδη Στάιν την κυρία της συντροφιάς, σχετίζεται κυρίως με την μετανάστευσή τους από τις ΗΠΑ και την αναζήτηση μιας νέας πνευματικής πατρίδας όπου θα μπορούσαν να πάρουν σάρκα και οστά τα όνειρα και οι επιδιώξεις τους. Πράγματι στο Παρίσι της δεκαετίας του 1920, στην πόλη των ευκαιριών συναντήθηκαν ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ, o Σκοτ Φιτζέραλντ, ο Έζρα Πάουντ, ο Μάντοξ Φόρντ για να πιούν ένα μπράντι και να συζητήσουν για τον κόσμο, και όλα αυτά υπό τις μελωδίες της τζαζ, της μουσικής «των αμαρτωλών».
Η χαμένη γενιά του ’20 είναι κάτι περισσότερο από μία περασμένη εποχή, ένα καλλιτεχνικό ρεύμα ή μια μερίδα εκπατρισμένων δημιουργών. Αποτελεί το σταυροδρόμι Ευρώπης και Αμερικής, ένα δίαυλο για τη μετάδοση ιδεών που έμελλαν να αλλάξουν την πορεία της σύγχρονης σκέψης αλλά και μια γοητευτική ιστορία που δεν τελείωσε στους δρόμους του Παρισιού τη δεκαετία του ’30 αλλά αποτελεί μέχρι και σήμερα όχι μόνο αντικείμενο μελέτης αλλά και ζωντανό παράδειγμα ιδιαίτερα στην Ελλάδα της κρίσης.
Δεκάδες νέοι σήμερα αναζητούν τη δικό τους καταφύγιο στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, το λίκνο της πνευματικής δημιουργίας αλλά και στην Αμερική, που πλέον δεν χαρακτηρίζεται από ένα κύμα φυγής αλλά αντιθέτως συγκεντρώνει στους κόλπους της ένα μεγάλο μέρος από τη δημιουργική δύναμη σε παγκόσμιο επίπεδο.
Χάθηκε τελικά η γενιά του 1920; Ξεχάστηκαν τα πρόσωπα που τη σημάδεψαν; Πώς θα μπορούσε ποτέ να ξεχαστεί «ο υπέροχος Γκάτσμπυ», ή «οι χείμαρροι της άνοιξης»; Πώς θα μπορούσαν να λησμονηθούν οι ιδέες και η παρακαταθήκη που άφησε πίσω της αυτή η γενιά; Στοιχηματίζω πως αν ρίξουμε μια ματιά στα παριζιάνικα σοκάκια θα δούμε τον Χέμινγουεϊ να στέκεται σκυμμένος πάνω σε μια κόλλα χαρτί και να γελά με το σαρκασμό της Γερτρούδης, πλάι στο μελαγχολικό Σκοτ. Γέλασαν τόσο δυνατά, έζησαν έντονα, αγωνίστηκαν για τα πιστεύω τους και δεν έμειναν ανάμνηση αλλά έγιναν έμπνευση και σημείο αναφοράς. Ήταν πρωτοπόροι, βίωσαν την αμφισβήτηση, θεωρήθηκαν κολασμένοι από τους δήθεν ηθικούς. Πώς δικαιώθηκαν; Από τον αμείλικτο ιστορικό χρόνο και τα βήματα μιας ανθρωπότητας που σε μεγάλο βαθμό ασπάστηκε τις ιδέες τους και «έκατσε και εκείνη στο ίδιο τραπέζι» μαζί τους. Και έτσι, μεγάλωσε η συντροφιά…
Advertisement
Advertisement