Χρώµατα στ’ όνειρο
Πήρε το µπλοκ ζωγραφικής. Κάθε χρόνο ζωγράφιζε, µα πάνε κάποια χρόνια που το ‘χε αφήσει στην άκρη.
Ζωγράφιζε όνειρα. Τα όνειρά της για το µέλλον. Έπαιρνε τα φωτεινότερα χρώµατα και ζωγράφιζε για ώρες. Έσβηνε, διόρθωνε, ξανάρχιζε απ’ την αρχή. Έδινε µεγάλη σηµασία στο φως και τις σκιές, στην κατάλληλη ανάµιξη των χρωµάτων και κυρίως στις λεπτοµέρειες. ∆εν έπρεπε να έχει την παραµικρή ατέλεια, µιας και µέσα της πίστευε πως όσο πιο τέλειο καµωνόταν, τόσο πιο πολύ θα πλησίαζε στο να πραγµατοποιηθεί.
Έµεινε για ώρες ασάλευτη µπροστά στο χαρτί. Τα χρώµατα γύρω της, την εκλιπαρούσαν να τ’ αναµίξει. Μα εκείνη τίποτα. Έκανε βουτιά στις σκέψεις της και πάλι πίσω. Είχαν αλλάξει τα χρόνια, είχαν αλλάξει κι οι σταθερές. ∆εν ήξερε πια τι να ποθήσει, τι θα ήταν δίκαιο να ζητήσει απ’ το µέλλον. Ίσως να µην ποθούσε πλέον τίποτα.
Πήρε στα χέρια της το µαύρο, είπε να κάνει µια προσπάθεια. Μα γρήγορα το άφησε. ∆εν ήταν καλή βάση µήτε για τα χρώµατα, µήτε και για τ’ όνειρα. Έπειτα πήρε το καφέ, µα ήταν και τούτο πολύ σκούρο.
Άφησε τα χρώµατα και πήρε στα χέρια της το µπλοκ. Θ’ αναζητούσε στα παλιά της όνειρα µιαν έµπνευση.
Είδε ένα µικρό κουτάβι. Έπειτα ένα πάρτι µε όλη την οικογένεια, ακόµα και το θείο της το ναυτικό που έλειπε για χρόνια. Έπειτα είδε ένα πτυχίο και στη συνέχεια έναν µεγάλο έρωτα. Συνέχισε να ξεφυλλίζει. Κάποια µηχανή, ένα όµορφο σπίτι µε αυλή και πιο κάτω ένα σπορ αυτοκίνητο. Έπειτα ύλη, ξανά ύλη και όσο συνέχιζε να φυλλοµετρά, έβλεπε µόνο ύλη και µετά το κενό.
Γυρίσαν όµως οι καιροί, έγινε ανάγκη τ’ αυτονόητο, ξεθώριασε η ύλη και οι πόθοι ακόµα και για τ’ αξιόλογο ήταν σαν ύβρις µπρος στην ανέχεια. Έτσι εγκλωβίστηκαν τα όνειρα· από φόβο. Φοβόταν να ονειρευτεί, είχε ξεχάσει πια πώς ονειρεύονται, δε σκεφτόταν το µέλλον, ούτε έκανε σχέδια.
Μα πώς να σχεδιάζει όµως, δεν είχε ξεχάσει. Είχε ακόµα τεχνική. Πήρε στα χέρια της το λευκό χαρτί κι άρχισε να του αραδιάζει πάνω του χρώµατα. Απ’ τα σκοτεινά στα φωτεινά και πάλι πίσω και ξανά απ’ το σκοτάδι στο φως. Το σχέδιο ήταν αφηρηµένο, σχεδόν ασυνάρτητο κι έπιανε όλο το χαρτί απ’ άκρη, σ’ άκρη. Την πήρε το χάραµα να ζωγραφίζει µέσα σε έκσταση. Και κάπου µε τα πρώτα χρώµατα της αυγής, πήρε στα χέρια της το πιο ζωηρό χρώµα και άρχιζε να γράφει. ∆ίνοντας µεγάλη σηµασία στο βάθος και τη λεπτοµέρειά του.
Ήταν σίγουρα το πιο πολύωρο και καλοφτιαγµένο έργο της και αυτό του έδινε µεγάλες πιθανότητες να γίνει αληθινό. Το κοίταξε από µακριά, διόρθωσε και την τελευταία ατέλεια σε κάποιο τόνο. Το ξανακοίταξε.
Μέσα σ’ ένα αφηρηµένο και άρτια τεχνικά φόντο, έγραφε: λευτεριά στα όνειρα!