24ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης – “Rom”, του Μενέλαου Καραμαγγιώλη: Το ντοκιμαντέρ σταθμός για τους Ρομά

“Rom”
Σκηνοθεσία: Μενέλαος Καραμαγγιώλης
Ντοκιμαντέρ ελληνικής παραγωγής, 1989
Ποια συναισθήματα μας προκαλεί η εικόνα παιδιών Ρομά να ακολουθούν, χορεύοντας και γελώντας, τη μπάντα του ναυτικού σώματος στον πένθιμο σκοπό που παίζει ή η αντίθεση ανάμεσα στα πολύχρωμα, διαφορετικά ρούχα των παιδιών με την ομοιομορφία των ναυτικών στολών; Άραγε, μας αγγίζει η χαρά τους, την αντιμετωπίζουμε συγκαταβατικά με μια ιδεολογική αποδοχή της ή στεκόμαστε επικριτικά, θεωρώντας ασεβή τη στάση τους, θεωρώντας τη φυλετική τους καταγωγή ως την αιτία; Και, ποια συναισθήματα μας προκαλεί η εικόνα του πληθωρικού τσιγγάνικου γάμου όπου ένα σωρό σκορπισμένα στο πάτωμα χαρτονομίσματα (μια ολόκληρη περιουσία) πατιούνται από τους ανθρώπους που χορεύουν χωρίς να δίνουν σημασία ενώ γνωρίζουν ότι την επόμενη μέρα θα ζητιανεύουν για ένα κομμάτι ψωμί; Πως στεκόμαστε απέναντι στους Ρομά που ζουν για το τώρα;
Ο Μενέλαος Καραμαγγιώλης σκηνοθετώντας το “Rom” πριν 33 χρόνια (και 10 χρόνια μετά την επίσημη αναγνώριση της Τσιγγάνικης φυλής με την ονομασία “Ρομ” από τον ΟΗΕ, που προέρχεται από την Ινδική λέξη “Ντομ”, δηλαδή: “άνθρωπος”), μας έδειξε μια πραγματική εικόνα των Ρομά, διαφορετική απ’ αυτήν που είχαν διαμορφώσει τα στερεότυπα της ελληνικής κοινωνίας, κυρίως ρατσιστικά και δευτερευόντως φολκλορικά. Η ταινία δεν εγκρίθηκε να αντιπροσωπεύσει την πρώτη ελληνική προεδρία στην ΕΕ εκείνη την εποχή εξαιτίας του θέματός της. Προβλήθηκε αυτές τις μέρες στο φετινό 24ο φεστιβάλ ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, για πρώτη φορά αποκατεστημένη, με ενσωματωμένες σκηνές που είχαν λογοκριθεί (τότε, όπως έχει δηλώσει ο σκηνοθέτης, η Τσιγγάνικη θεματολογία είχε θεωρηθεί σκανδαλώδης και λογοκρίθηκε η αναφορά στην “παρά φύση” γέννηση του πρώτου Τσιγγάνου από ένα παράνομο σμίξιμο της Παναγίας με τον διάβολο). Στο πέρασμα αυτών των 33 χρόνων, η ρατσιστική στάση της ελληνικής κοινωνίας δεν έχει διαφοροποιηθεί σε σημαντικό βαθμό (έστω κι αν, όπως ακούγεται στην ταινία, η Ελλάδα ήταν η μόνη ευρωπαϊκή χώρα όπου οι τσιγγάνοι δεν υπέστησαν μαζικές διώξεις, όπως είχε συμβεί στις περισσότερες χώρες, ενώ ήταν και φορείς της δημοτικής παραδοσιακής μουσικής της Ελλάδας για αιώνες): το στερεότυπο του “κλέφτη γύφτου” παραμένει ισχυρό, με πρόσφατο παράδειγμα, την προ 5μήνου ανθρωποκτονία του Νίκου Σαμπάνη από την ελληνική αστυνομία, την ωμή παρέμβαση κορυφαίων υπουργών στη δικαιοσύνη υπέρ των αστυνομικών και τη στάση των ΜΜΕ που χαρακτήριζαν τους Ρομά ως “κοινωνική μάστιγα”.
Ένα μέρος των Ρομά εξωθείται σε παραβατική συμπεριφορά εξαιτίας της κοινωνικής περιθωριοποίησής τους- κι εμείς τούς κρίνουμε ηθικολογικά, αποκόπτοντας τη συμπεριφορά από τα αίτια ώστε να την στηλιτεύουμε καθαυτή. Δεν θέλουμε να αντιληφθούμε γιατί οι Ρομά, ως μια από τις πιο κατατρεγμένες κοινότητες στην ιστορία της ανθρωπότητας, ιδιαίτερα στην Ευρώπη (για παράδειγμα, 220.000 δολοφονήθηκαν από τους ναζί) αναγκάστηκαν πολλές φορές να διαλέξουν το ψέμα ως μέσο επιβίωσης. Οι πρώτοι ιστορικά τσιρκολάνοι, οι παλιοί διασκεδαστές των βασιλιάδων, οι ακάματοι και έμπειροι εργάτες της γης, θεωρήθηκαν ως “θεϊκή κατάρα” λόγω της σκουρότητάς τους που, κατά τους δεισιδαίμονες Ευρωπαϊκούς λαούς, παραπέμπει στο χρώμα της κόλασης. Κι όμως, αυτός ο νομαδικός λαός επέζησε μέσα στους αιώνες και κατάφερε να διατηρήσει την ταυτότητά του, την ιδιαίτερη κουλτούρα του σε σχέση με την αντίληψη του κόσμου. Ακόμη και σήμερα, παρά τις δεσμεύσεις των ευρωπαϊκών κρατών, με ενέργειες εστιασμένες στη στέγαση, εκπαίδευση, υγεία και καταπολέμηση της ανεργίας τους, οι Ρομά βιώνουν ευρείες διακρίσεις σε βάρος τους.
Ο Καραμαγγιώλης στο ντοκιμαντέρ “Rom” περιγράφει την ιστορία τους στην Ευρώπη μέσα από τις εκτός πλάνων αφηγήσεις τεσσάρων προσώπων, δύο αντρών και δύο γυναικών. Ο Δάσκαλος εξιστορεί τις ρίζες τους, κι ο Φωτογράφος αποτυπώνει το παρόν σε εικόνες και στοχάζεται γι’ αυτόν τον λαό που δεν είχε ποτέ γραπτή παράδοση και επίσημη ιστορία. Η γριά Τσιγγάνα Τάμαρα αφηγείται αρχέγονα Τσιγγάνικα παραμύθια και θρύλους ενώ, αντίθετα, η νεαρή Άιμα αναζητά μια νέα ταυτότητα στο σήμερα: αυτές οι δύο γυναίκες εκφράζουν έναν σύγχρονο διχασμό των Ρομά όπου όλο και περισσότεροι θέλουν να ζουν πια σε σπίτια, στοιχειωδώς αξιοπρεπή όμως (θερίζουν οι αρρώστιες κι ο θάνατος στα χωράφια, στα παραπήγματα και τους καταυλισμούς όπου ζουν σήμερα) χωρίς, όμως, να αλλοτριωθούν. “Ρομ σημαίνει να ζεις αλλιώς”, όπως λένε (είναι χαρακτηριστικό ότι οι Ρομά αποφεύγουν την εξαρτημένη μισθωτή εργασία, ιδιαίτερα σε εργοστάσια, σε ανάμνηση της εποχής της τεράστιας ανεργίας τους σαν αποτέλεσμα της εκβιομηχάνισης της γεωργίας). Στην ταινία γίνονται συχνές αναφορές στον “Δωδεκάλογο του Γύφτου” του Κωστή Παλαμά (1907) , όπου ο “Γύφτος παρουσιάζεται ως σύμβολο της ελεύθερης, αδούλωτης ψυχής και της δημιουργικής δράσης που δεν σταματάει πουθενά, δεν υποτάσσεται σε τίποτε, αλλά προχωρεί συνεχώς γκρεμίζοντας τα παλιά και τα σάπια και χτίζοντας τα καινούρια και τα γερά… πάντα στον ολάνοιχτο αέρα, πάντα κάτω από τον ουρανό, η γύφτικη ζωή, η πλανεύτρα και πολυπλανεμένη. Και δεν είναι ο γύφτος του σπιτιού ραγιάς, και το σπίτι έχει φτερούγια σαν εμάς, και το σπίτι ακολουθάει, και είν’ αυτό πιστό στον αφέντη, όχι εκείνος προς αυτό…”.
Το μόνο που θα μπορούσαμε να προσάψουμε στην ταινία, είναι ένας φιλολογισμός στα λόγια του Δασκάλου, όπως, για παράδειγμα, ορισμένες αναφορές στον Ρολάν Μπαρτ που δεν συνδέονται οργανικά με την ιστορία που ξετυλίγεται: ωχριά, όμως, μπροστά στην ονειρικότητα της ατμόσφαιρας που δημιουργεί ο Καραμαγγιώλης, χωρίς χρονική συνέχεια παρά με μια συνειρμική ελευθερία, όπου ο λυρισμός αναδύεται από τα πιο καθημερινά λόγια και γεγονότα, υπερβαίνοντας το στενό, τυπικό πλαίσιο ενός ντοκιμαντέρ, απεικονίζοντας το παγανιστικό στοιχείο της ζωής των Ρομά, τη σχέση τους με τη μαγεία που μας γεννά τη γνωστή πεποίθηση για τη δυνατότητά τους να προβλέπουν το μέλλον (μια χαρτορίχτρα, πάντως, λέει αυθόρμητα ότι “μόνο ο Θεός γνωρίζει το μέλλον”), τον ιδιαίτερο τρόπο λατρείας του Θεού, όχι με θλίψη και συντριβή παρά με χαρά, το ξεχείλισμα της χαράς στα γλέντια τους όπου όλοι χορεύουν- είναι αδύνατον να μην ζηλέψουμε αυτήν την ανάλαφρη κίνηση των σωμάτων τους, θαρρείς γεννημένοι με αυτό το χάρισμα, να μην ζηλέψουμε την αδιαφορία τους για τις έγνοιες και τα βάσανα της επόμενης μέρας που θα ξημερώσει.
Μέσα από τα γκρο πλάνα στα πρόσωπά τους (μ’αυτήν την “χαλκοπράσινη” απόχρωση, όπως γράφει ο Παλαμάς) “σπάει ο ρατσισμός” λέει ο Καραμαγγιώλης κι ερχόμαστε αντιμέτωποι με τις φυλετικές προκαταλήψεις μας- τα βλέμματα λένε πάντα την αλήθεια κι εμείς αποφεύγουμε τα δικά τους έξω από τον κινηματογράφο. Βγαίνουμε από την αίθουσα με τη μουσική του Νίκου Κηπουργού να παραμένει για ώρα στα αυτιά μας, με το εκφραστικό πρόσωπο του μικρού κοριτσιού, θαρρείς με πείσμα περήφανο για την καταγωγή του, σχεδόν να μας στοιχειώνει.
Την ταινία “Rom”, είδαμε στο 24ο Φεστιβάλ ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης– τμήμα: “Χώρα, σε βλέπω”.