Αυτό ήταν πάντοτε
Από μικρός ονειρευόταν πως πετά.
Όταν πλακώναν δύσκολα, εκείνος άνοιγε τα χέρια του κι έκανε βόλτα στους ουρανούς. Κι άλλοτε πάλι, όταν κάποιες φορές ο ύπνος τού κάνε τα γούστα, γινόταν πουλί αληθινό και πέταγε.
Κι έβλεπε πάντα το ίδιο πουλί πως ήταν. Ετούτο βλέπει ακόμα. Όταν γλυκαίνουν για λίγο τα όνειρα, για να του ξανακάνουν τα χατίρια.
Ποτέ του δεν είδε ας πούμε, πως ήταν κύκνος κατάλευκος – αψεγάδιαστος, βγαλμένος από καλοειπωμένα παραμύθια. Τούτο, το ομοιόμορφο λευκό και οι ψιλόλιγνοι λαιμοί, του θύμιζαν κολλαριστούς γιακάδες που απεχθανόταν.
Κι ούτε ποτέ του είδε, πως ήταν πάνσοφη κουκουβάγια. Ήταν στρογγυλό πολύ το σχήμα της, για τα γούστα του. Κείνος σιχαίνονταν τη στρογγυλάδα και το στρογγύλεμα εν γένει. Κι ακόμα περισσότερο σιχαίνονταν την εξυπνοφάνεια.
Και αετός περήφανος και παραζαλισμένος απ’ τους καπνούς, να γυροφέρνει στην οροφή κάποιου σκυλάδικου, δεν έγινε ποτέ.
Μα ούτε και κούκος έγινε, όσο κι αν λάτρευε την άνοιξη. Δεν ήθελε ποτέ του να την κουβαλά, μια από ‘δω και μια από ‘κει.
Αυτός ήταν πάντοτε χελιδόνι.
Συνηθισμένο θα πείτε. Ναι συνηθισμένο. Εξάλλου κι αυτός ποτέ δε διάλεγε να φαίνεται ξεχωριστός.
Χελιδόνι λοιπόν μέχρι και τώρα.
Με το μαύρο και το άσπρο του. Να κουβαλά τις αντιθέσεις πάνω του. Και κάθε φορά να ζυγιάζει και να κινείται πότε από εδώ και πότε από ‘κει, μα ουδέποτε στο γκρι.
Χελιδόνι, με τις γωνίες και τις ακμές του. Να σχίζει τον καιρό σαν είναι κόντρα κι ας πληρώσει το τίμημα του ποιητή, να μείνει μόνος.
Και την άνοιξη να μην την κουβαλά, να ψάχνει να τη βρίσκει. Να ‘ναι το μόνο ζώο, που φτιάχνει το περιβάλλον του και δεν του προσαρμόζεται. Χελιδόνι ελεύθερο στους ουρανούς να πετά, να βλέπει χαμαιλέοντες και να τους κουτσουλά.
Έτσι το κέντησε στο δέρμα του βαθειά. Μια μέρα που δεν ήταν άνοιξη. Έτσι μ’ ορθάνοιχτα φτερά, να του θυμίζει τις «άνοιξες» να ψάχνει, να μην τις περιμένει.