«Αγαμέμνων» του Ρίτσου σε σκηνοθεσία Δημήτρη Γεωργαλά – Η Ισοτοπία ενός ζευγαριού μέσα από ένα μονόλογο
Γράφοντας τη συλλογή «Τέταρτη Διάσταση» ο Ρίτσος, τοποθετεί στα περισσότερα από τα 17 θέματα της συλλογής (εκδόθηκε το 1972), την πορεία της ανθρώπινης ζωής προς το θάνατο· καθώς και τη φθορά ή αποκατάσταση που τα πρόσωπα αποκτούν, στην πορεία αυτή. Έχει ειπωθεί πως για τον Ρίτσο, η ίδια η ποίηση, είναι μια τέταρτη διάσταση. Το μοτίβο του χρόνου υποφώσκει σε όλα τα έργα της συλλογής, παράλληλα ο χρόνος για τη φυσική είναι, αποδεδειγμένα, μια τέταρτη διάσταση. Ουσιαστικά, ο Ρίτσος ταλαντώνεται ανάμεσα στον ιστορικό και το μεταφυσικό χρόνο που προ-ωθεί τον άνθρωπο σε ένα υπαρξιακό τρόμο.
Ένα από αυτά τα 17 αυτά έργα είναι και ο «Αγαμέμνων», που γράφτηκε από το Δεκέμβρη του 1966 έως τον Οκτώβρη του 1970. Ο Ρίτσος, εστιάζει στο έργο τη στιγμή της επιστροφή του Αγαμέμνονα και συγκεκριμένα λίγο πριν το θάνατό του. Ο Αγαμέμνονας φτάνει ως κυρίαρχος της Τροίας, αλλά πλέον είναι αποξενωμένος από την Κλυταιμήστρα· ο ίδιος νιώθει ξένος πλέον, μέσα στην ίδια του την πόλη και μέσα στο ίδιο του το σπίτι ιδιαίτερα τη στιγμή λίγο πριν το λουτρό του. Δηλαδή τη στιγμή του Θανάτου του.
Στην παράσταση «Αγαμέμνων» που παρουσιάστηκε στο θέατρο Λιθογραφείον στην Πάτρα, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Γεωργαλά, αποτυπώθηκε πλήρως η εκφραστικότητα του Ρίτσου με Αισχύλεια στοιχεία, ώστε να «δέσει» το έργο σωστά· χωρίς τη διαβρωσιγενή αποτύπωση ενός μονολόγου που απευθύνεται στο κοινό, αλλά πλαισιώνοντας τον Αγαμέμνονα (Γεράσιμος Σοφιανός) με μια Κλυταιμήστρα (Μαρίνα Παντελάκη) αντί κοινού, ώστε να υπάρχει ανταπόκριση, δημιουργώντας έτσι ένα ζευγάρι με κατοπτρική συμπεριφορά.
Το έργο παρουσιάζει δίπολα ποιοτήτων ανάμεσα στους δύο ηθοποιούς· δηλαδή σημασία έχουν περισσότερο αυτά που δεν λένε. Όταν ο Βασιλιάς μπαίνει στο παλάτι ντυμένος με χλαίνη, παρουσιάζει ένα διαφορετικό εκτόπισμα από αυτό που θα περίμενε κάποιος από τον κυρίαρχο της Τροίας. Μιλάει ικετευτικά, ελαφρώς θρηνητικά, υποβοηθούμενος από τους ήχους του ρέκβιεμ de Fauré. Επίσης, στο σημείο που παρατηρεί (ο Αγαμέμνονας) ένα μυρμήγκι στον τοίχο, διακρίνουμε μια διττή σημειολογική αναφορά. Βλέπουμε πλέον έναν κραταιό βασιλιά, να παρατηρεί τα πιο μικρά πράγματα αφενός και αφετέρου να υπερτονίζεται πως το μυρμήγκι κουβαλά παραπάνω από το βάρος του εξισώνοντάς το, με τη βαριά μοίρα των ανθρώπων.
Το νατουραλιστικό σκηνικό, που βρίσκεται μόνιμα στη σκηνή, δηλαδή ένα αστικό σαλόνι (τραπεζάκι και πολυθρόνες)και η σημειολογική αποτύπωση του, με το τασάκι πάνω στο τραπέζι του σαλονιού μας, καταδηλώνει την κενότητα των λαφύρων της Τροίας και μας αναδεικνύει την σχέση με την αναγκαιότητα των στιγμών. Από όλα τα λάφυρα, ο Αγαμέμνονας, χρειαζόταν μόνο ένα τσιγάρο και ένα τασάκι να το ακουμπήσει· έτσι με αυτές τις λεπτομέρειες εξωτερικεύεται η συκγρουσιακή διπολική ατμόσφαιρα ανάμεσα στο ζευγάρι που προκύπτει από τη ματαιότητα του πολέμου της Τροίας.
Σημαντικό σημείο είναι, επίσης, η στιγμή που η Κλυταιμήστρα βγάζει τα σκουλαρίκια της στην παράσταση, εκείνη τη στιγμή απεκδύεται τα βασιλικά αξιώματα και κατ ́επέκταση μεταβαίνει από το βασιλικό -ταξικό φορτίο, στο απλό πανανθρώπινο- γυναικείο. Η Κλυταιμήστρα στην παράσταση συνοψίζει τη συμπεριφορά της σε ψυχολογικές «ποιότητες» εκφράζοντας μέσα από κινητικούς υπαινιγμούς που της προσδίδουν εκφράσεις θυμού, μίσους, εκδίκησης και εγκατάλειψης. Τέλος, έρχεται ο θάνατος ως «μια ελεγεία της ματαιότητας» και ο τρόπος που παρουσιάζεται στην παράσταση είναι η απέκδυση του φόβου του θανάτου.
Στο υποκριτικό επίπεδο, ο Γεράσιμος Σοφιανός κινήθηκε σε εξαιρετικά υποκριτικά επίπεδα, αποδίδοντας ένα ρόλο αποδιογκωμένου Αγαμέμνονα, τονίζοντας έτσι με τη συναισθηματική εκφραστικότητά του, την πεπτωκότα αστική ματαιότητα. Η Μαρίνα Παντελάκη απέδωσε με κάτι παραπάνω από άρτιο τρόπο, την έμφυλη αποτύπωση του Ρίτσου (ο Ρίτσος στο έργο είναι με την Κλυταιμήστρα) κάτι που υιοθέτησε και ο σκηνοθέτης με στιβαρή κίνηση, τυποποιημένη αναλογία δράσεων (κινήσεις μέχρι εκεί που πρέπει) αποτυπώνοντας έτσι με εσωτερικότητα χαρακτήρα, το παρελθόν της Κλυταιμήστρας συμφιλιωμένο με το παρόν της.
Ο Φωτισμός από την Ευσταθία Δρακονταείδη βοήθησε στο χρωματισμό της «φωτογραφίας» της παράστασης. Δηλαδή, κάτι ανάμεσα σε υποφωτισμένο αστικό σαλόνι και νοσταλγική ατμόσφαιρα. Τα σκηνικά αντικείμενα από τον Δημήτρη Ντάσιο υποβοήθησαν την σημειολογική ανάπτυξη των ηθοποιών και τα κοστούμια αποτύπωναν την ενεργειακή πυκνότητα των ρόλων με τα χρώματά τους (χάριν παραδείγματος πένθιμα ρούχα για την Κλυταιμήστρα, στρατιωτική χλαίνη για τον Αγαμέμνονα). Η επιμέλεια κίνησης από το Θέμη Παυλή υπερτόνιζε τα αντιθετικά δίπολα στο έργο μέσα από αντίθετες κινητικές «διαδρομές».
Το έργο «Αγαμέμνων» όπως παρουσιάστηκε στο θέατρο Λιθογραφείον στην Πάτρα, είναι ένας «σπασμένος» μονόλογος που αποτυπώνει εξαιρετικά την εικονοπλασία του δίπολου Αγαμέμνονας – Κλυταιμήστρα, με αυτοβιογραφικές απόπειρες των ηρώων που σκοπό έχουν να αποφορτίσει ο καθένας τη μνήμη του, με φόντο το θάνατο που αιωνίως καραδοκεί.
Συντελεστές παράστασης
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Γεωργαλάς
Σκηνικά – Kοστούμια: Δημήτρης Ντάσιος
Σχεδιασμός Φωτισμών: Ευσταθία Δρακονταειδή
Επιμέλεια κίνησης: Θέμης Παυλής
Βοηθός σκηνοθέτη: Νίκος Τσιμάρας
Φωτογραφίες: Γιώργος Στυλιανός
Δημιουργικό: Αναστάσιος Σωτηρίου
Παραγωγή: Βιομηχανική
Ερμηνείες: Γεράσιμος Σοφιανός, Μαρίνα Παντελάκη