Αγάπη μου, μεγέθυνα το θεριό

Κλείνω τα παντζούρια. Από τις γρίλιες μπαίνει ακόμη το ψεύτικο φως ενός προβολέα. Δεν πρόκειται απλώς για ένα τεχνητό φως. Είναι μια γιγαντιαία οθόνη που παίζει ακριβώς έξω από το παράθυρό μου τις ειδήσεις ενός κόσμου που καίγεται και που ρίχνει εκτυφλωτικές ριπές από δολοφονικές εκρήξεις. Λίγο μετά, ο ήχος μιας εξοντωτικής έκρηξης νικιέται από τις τρομακτικές κραυγές χιλιάδων ανθρώπων που το ποδοβολητό τους επιταχύνει την πορεία του κόσμου στο χάος. Ανεμπόδιστα από τις χαραμάδες μια μαζική μυρωδιά μπερδεμένου θανάτου και λυσσασμένης πείνας αρχίζει να κάνει την ατμόσφαιρα ασφυκτική.
Ντρέπομαι. Ψάχνω απεγνωσμένα τις παλιές κουρελούδες της μαμάς για να καλύψω κάθε κενή κι ελεύθερη σπιθαμή γύρω – τριγύρω στο παράθυρο. Να μην βλέπω, να μην ακούω, να μην μυρίζω. Μάταια. Το φως, ο θόρυβος, η μυρωδιά, ακόμη πιο επιθετικά, σκοτώνουν και την τελευταία ζωντανή κίνηση των πενήντα αυτών τετραγωνικών, των πενήντα εκείνων χρόνων. Στους τοίχους, η Γκουέρνικα λιώνει από την θερμότητα ενός βλήματος, ίσως και από τις ενοχές των ματιών μου, ο ΤΣΕ πάνω από το κρεβάτι δείχνει πως δακρύζει, τα δάκρυα του ρίχνουν σταγόνες αίματος στο ξύλινο πάτωμα και εκείνη η αφίσα του 1900* τρέχει τον χρόνο με ταχύτητα αντι-φωτός στα 2024.
Σχεδόν αντανακλαστικά βάζω να παίξει το τραγούδι Του Χρόνη**. Ψάχνω να αγκαλιάσω ένα γραπτό Του Κοροβέση. Αυτός ο θάνατος -τουλάχιστον- να μ΄ έβρει, να έχω μια μνήμη να μην με παιδεύει. Ξαπλώνω στον καναπέ, όχι αυτός είναι το δικό μας τραπέζι βασανισμού. Σέρνομαι στην απέναντι πολυθρόνα. Προσπαθώ να κλείσω λίγο τα μάτια, μα πάνω τους σαν τανκς περνούν μπερδεμένες του κόσμου οι εικόνες: Δυο παιδιά σκοτωμένα στη Γάζα, δυο παιδιά βγάζουν μαχαίρι στην Γκράβα, δυο παιδιά πεινασμένα στην Ερμού, δυο παιδιά αφήνουν λουλούδια στο διπλό μνήμα ενός ζευγαριού που δεν πρόλαβε να στεγάσει τα νιάτα του στο κρατικό επίδομα αυτής της κεκαλυμμένης σφαγής.
Μια διπλή εποχή. Μια διπλή ενοχή. Ένα το έγκλημα, ζούμε τα διπλά του είδωλα. Ο πόλεμος σκοτώνει, όπως ακριβώς σκοτώνει το χρήμα. Ο φασισμός πέθανε, ο φασισμός ζει. Η ανάπτυξη έφτασε στην κορυφή της, η κορυφή της γδέρνει τον πάτο μας. Τα παιδιά γεννιούνται μεγάλοι με στιλέτο στην τσέπη, οι μεγάλοι δολοφονούν με την άνεση ενός παιδικού παιχνιδιού. Η ξηρασία αφανίζει, οι βροχές πλημμυρίζουν, τα δάση δεν πρασινίζουν πια, μόνο καίγονται, οι θάλασσες δεν ταξιδεύουν όνειρα, αλλά στρατιωτικά μεγαθήρια. Κι οι σημαίες; Αυτές είναι η άλλη όψη ενός νομίσματος. Του πιο ισχυρού. Στη μια του πλευρά στριμωγμένες οι αξίες του κόσμου σε δολάρια, ευρώ, γιεν, στην άλλη το ψυχρό πρόσωπο της ίδιας πάντα εξουσίας. Αυτής που σκοτώνει αλλά δεν σκοτώνεται, που πουλιέται και πάντα πληρώνεται, που κρίνει αλλά δεν κρίνεται, που γέρνει αλλά πάντα αγέραστη ορθώνεται.
Μέσα σε αυτόν τον θάνατο, νιώθω ένα drone να αποθανατίζει τη στιγμή. Με παραστρατιωτική παραλλαγή, ένας χειριστής καλά εκπαιδευμένος στην αυτόματη διαγραφή της φρίκης, κατευθύνει τον κένσορα να μην χάσει ούτε μια έκλαμψη τρόμου. Ζωντανά στο τηλεοπτικό studio, ένα πάνελ άνοστων εμπειριών ανταλλάσσει απόψεις για την ενδυμασία του θεριού. Στο διάλειμμα, οι διαφημίσεις προμοτάρουν ένα καινούργιο αποσμητικό που στεγνώνει υποδόρια τον ιδρώτα φανατισμένων σφαγέων. Στους υπότιτλους η βία, μαμή της αδιάβαστης ιστορίας, ξεγεννάει ανάποδα απελπισμένες γενιές, σε απευθείας μετάδοση η ανίερη γέννα του τέρατος.
Το φως προχωράει απειλητικά προς τον καναπέ. Ο ήχος μεγαλώνει, η μυρωδιά σαπίζει. Είναι οι τελευταίες μου στιγμές σε αυτόν τον χώρο που κάποτε έγραφε λέξεις. Αυτές που φαντάστηκαν νοερές εξεγέρσεις, σκοτώθηκαν όμως νωρίς στο ψέμα μιας εποχής. Όσα ονειρεύτηκαν δεν κρύφτηκαν κάτω από το γεράνι της αυλής, προδόθηκαν ή παραδόθηκαν στις ερπύστριες μιας ενοχής. Ψάχνω έναν τίτλο για τέλος. Ήμουν κι εγώ μέρος αυτού του φονικού. Δεν σκότωσα, ναι, αλλά δεν έσωσα κιόλας. Σου γράφω κι εσένα δυο λέξεις: αγάπη μου, μεγέθυνα το θεριό.
το φεύγω δεν είναι συγνώμη,
προσμένω μια αλλιώτικη επιστροφή
στα ποιήματα δεν ξεκουράστηκε καμιά ενοχή
όχι, αυτό δεν είναι ζωή
είναι θεριό που ξερνάει η εποχή
* η αφίσα της ταινίας 1900 του Μπερτολούτσι
** Το τραγούδι Του Χρόνη των Social Waste