Άκαρπη γη μέσα

Αυτές,
κάποτε ήταν εγκλωβισμένες
με το πρόσωπό τους κολλημένο στο τζάμι.
Ανήμπορες να γευτούν το παραέξω,
προσηλωμένες
με φτερά μαραζωμένα
και ξεβαμμένες καρδιές,
μάτια από ρουμπίνια
κι ένα σύννεφο σταχτί να περικυκλώνει
το δωμάτιο που τις δέσμευε.
Αμφιταλαντεύονταν ανάμεσα από εικόνες
και θέατρα της πόλης.
Μυρωδιές από φουγάρα
κι ένα ξεχασμένο παγκάκι.
Ξέχασαν να πετούν κι εκείνες,
ξέχασαν το κυνηγητό τους με τον ήλιο.
Χλόμιασαν σ’ εκείνο το δωμάτιο.
Άφησαν τα φτερά τους στους τοίχους του δωματίου,
πληγωμένες κρυφά,
έπιναν “βιολογικό” τσάι από αριστοκρατικά κειμήλια.
Τότε,
εκεί μέσα είναι που ανακάλυψαν την πίστη.
Άρχισαν να πιστεύουν τους άλλους.
Πίστη στην αναβλητικότητά τους
να ξανά πετάξουν κάποια μέρα.
Πίστη σ’ έναν υπεράνω τάχα Θεό,
που παρέχει οίκτο στις ζωές των νεράιδων
και σπιλώνει το πέταγμά τους.
Πίστη στο τάχα δωρεάν, γάργαρο νερό που τους δίνεται
και ξεδιψούν τη δίψα τους.
Μια δίψα, όπου όσο έπιναν νερό,
τόσο αυτή αυξάνεται κι επεκτείνεται,
καθιστώντας τις νεράιδες παράλυτες.
Άκαρπη γη μέσα,
μαδάει φως και σκοτάδι συνάμα.
Μια ένταση που πηγάζει
από την απόχρωση των μπερδεμένων κουβαριών,
όπου η ζωή σα γάτα παίζει μαζί τους,
τ’ αναφουφουλιάζει και τα ταξιδεύει
στις εύφορες πεδιάδες του μυαλού,
εκεί που τ’ οξυγόνο δεν τρεμοφέγγει πια,
αλλά εξασκείται στο κυνηγητό του με τον ήλιο και πάλι,
εκεί που δακρύζουν οι βράχοι
και οι ευκάλυπτοι σπέρνουν τ’ άρωμα τους
στις δροσερές νεράιδες
και το αέρινο πέταγμα τους.
Άκαρπη γη μέσα.