Ακατανόητες αυξήσεις στις τιμές των εισιτηρίων του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης

Το αγαπημένο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης με την αναζωογονητική παραμυθία που μας προσφέρει ότι ζούμε παράλληλα σε μιαν άλλη, ιδεατή ζωή μέσα σ’ όλα αυτά τα δεκαήμερα που διαρκεί, φέτος έχει προκαλέσει δυσαρέσκεια κι ερωτηματικά με την οικονομική του πολιτική:
– η τιμή του εισιτηρίου αυξήθηκε από 6 ευρώ στα 7 – και, μάλιστα, το κόστος της ηλεκτρονικής έκδοσής του ανέρχεται στα 7,42 ευρώ λόγω της προμήθειας της διαχειρίστριας εταιρείας,
– η τιμή του πακέτου 10 προβολών αυξήθηκε από 40 ευρώ στα 50 ευρώ – όπου, μάλιστα, δεν συμπεριλαμβάνονται οι ειδικές προβολές,
– καθιέρωσε τιμή εισιτηρίου στα 3 ευρώ για κάθε μαθητή σχολείου που θα παρακολουθεί ταινία της πρωινής ζώνης “προβολές μόνο για σχολεία” ενώ μέχρι πέρυσι η είσοδος ήταν δωρεάν.
– η τιμή του εντύπου καταλόγου ταινιών αυξήθηκε από 2 ευρώ στα 3.
Δυσαρέσκεια και ερωτηματικά, επιπλέον, προκαλεί η πολιτική του να παρέχει δωρεάν εισιτήρια για φοιτητές, ανέργους, πολυτέκνους, ΑμεΑ και θεατές άνω των 65, μόνο για προβολές με ώρα έναρξης έως τις 15:30.
Φεστιβάλ σημαίνει γιορτή και μια γιορτή έχει σκοπό να φέρνει όλο και περισσότερους ανθρώπους πιο κοντά. Αντίθετα, στους πολύ δύσκολους οικονομικά καιρούς που βιώνουμε, αυτές οι αποφάσεις της διοίκησης του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης δείχνουν μια εντελώς λανθασμένη εκτίμηση της πραγματικότητας και ουσιαστικά στρέφονται εναντίον του κοινωνικού συνόλου καθώς συνεπάγονται τον αποκλεισμό περισσότερων θεατών από τις προβολές του. Γιατί, δεν είναι μόνο ο πρωταρχικός του ρόλος (όπως και κάθε πολιτιστικού θεσμού) το άνοιγμα στην κοινωνία και η συμβολή του στην πολιτιστική εκπαίδευσή της, επιπλέον το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης επιδοτείται από το ελληνικό κράτος, δηλαδή από τη φορολογία των πολιτών, από αυτό ακριβώς το κοινωνικό σύνολο εναντίον του οποίου στρέφεται με τις αυξημένες τιμές που καθιερώνει, μεταδίδοντας εμμέσως πλην σαφώς το μήνυμα ότι η Τέχνη καθίσταται μια πολυτέλεια που αφορά πρωτίστως τους έχοντες. Και, βέβαια, η ευθύνη βαρύνει και τον Δήμο Θεσσαλονίκης που συμμετέχει στη διοίκηση του Φεστιβάλ.
Πρόκειται για ακατανόητες, επιεικώς, αποφάσεις που, μάλιστα, η διοίκηση του το Φεστιβάλ δεν έχει επιδείξει ως τώρα την ευαισθησία να δικαιολογήσει το σκεπτικό τους παρά τα παράπονα και τις ενστάσεις που διατυπώνονται αυτές τις μέρες. Να ελπίζουμε, έστω εκ των υστέρων, σε διευκρινιστική απάντηση του Φεστιβάλ και άνοιγμα σε διάλογο με το κοινωνικό σύνολο;