«Άκρως τρελό και απόρρητο» – Εις μνήμην του Τζιμ Έιμπραμς με τις θεοπάλαβες κωμωδίες του
“Άκρως τρελό και απόρρητο” (“Top secret!”)
Σκηνοθεσία: Τζιμ Έιμπραμς, Τζέρι Ζούκερ, Ντέιβιντ Ζούκερ
Πρωταγωνιστούν: Βαλ Κίλμερ, Λούσι Γκατέριτζ, Τζέρεμυ Κεμπ.
ΗΠΑ, 1984.
Αγελάδες στην Ανατολική Γερμανία που φορούν στρατιωτικές μπότες- η όποια, τέλος πάντων, πλοκή της ταινίας εκτυλίσσεται στην τέως Ανατολική Γερμανία- τζάμια που δεν σπάνε ούτε με υποκόπανους όπλων απελπίζοντας τους μαχητές της Γαλλικής Αντίστασης, ένας Γάλλος σκεπάζει με το σώμα του μια χειροβομβίδα ώστε να προστατεύσει τους συντρόφους του και όταν γίνεται η έκρηξη, τινάζονται μόνο εκείνοι στον αέρα ενώ αυτός δεν παθαίνει τίποτα, τροχήλατοι μετακινούμενοι σταθμοί τραίνων με τα τραίνα και τους επιβάτες τους να μένουν ακίνητοι, τσακωμοί σε μπαρ στον βυθό της θάλασσας- είναι ζωντανοί ή πνιγμένοι που δεν παύουν να τσακώνονται ούτε σ’ αυτήν την κατάσταση; Και ο πρωταγωνιστής, ο Νικ, ένας νεαρός Αμερικανός ροκ εντ ρολ τραγουδιστής που τραγουδά τις επιτυχίες του Έλβις Πρίσλεϋ με πειραγμένους στίχους ξετρελαίνοντας τις Ανατολικογερμανίδες κάθε ηλικίας- ολοφάνερη η αντίθεση της παιδικά κεφάτης προσωπικότητάς του με τους αγέλαστους, στητούς, άκαμπτους Ανατολικογερμανούς αξιωματικούς- κι έχει προσκληθεί από τις Ανατολικογερμανικές αρχές για μια συναυλία με πρόσχημα τη φιλία των δύο λαών αλλά, στην πραγματικότητα, ως προπέτασμα καπνού για μια προγραμματισμένη στρατιωτική επιχείρηση κατά των Αμερικανών, με σκοπό την επανένωση των δύο Γερμανιών.
Ναζιστική Γερμανία της δεκαετίας του 1940, Αμερικανική μουσική των δεκαετιών του 1950 και 1960, κομμουνιστική Ανατολική Γερμανία της δεκαετίας του 1980: ο χρόνος ανακατεύεται στο πρωτίστως nonsense κωμικό μπλέντερ των “ΖΑΖ” όπως επονομαζόταν η τριάδα των τριών συν-σκηνοθετών από τα αρχικά των επωνύμων τους, συν-σκηνοθετών των παλαβών κωμωδιών “Μια απίθανη… απίθανη πτήση” (1980), “Τρελές σφαίρες” (1988), “Τρελές σφαίρες 2½” (1991) και “Τρελές σφαίρες 33 1/3”. Και, σε μια παρωδία της Αμερικανικής εμπορικής επιτυχίας “Γαλάζια λίμνη”, μια γυναίκα συναντά τον μεγάλο της έρωτα μετά από πολλά χρόνια κι εκείνος εμφανίζεται με το σώμα του βρεγμένο ακόμα από τη θάλασσα του νησιού όπου ζούσαν απομονωμένοι οι δυο τους, θαρρείς σαν να μην έχει στεγνώσει από τότε! Δεν βγαίνει και πολύ νόημα- αν όχι, καθόλου- σ’ αυτήν την ταινία όπου τα γκαγκ διαδέχονται το ένα το άλλο κάθε λεπτό! (και, ναι, τα διακριτικά στις Ανατολικογερμανικές στρατιωτικές στολές θυμίζουν τα ναζιστικά- παρακολουθούμε Αμερικανική ταινία, βέβαια, της εποχής του ψυχρού πολέμου όταν η δυτική προπαγάνδα καλλιεργούσε την εικόνα του ανελεύθερου κομμουνιστικού καθεστώτος ενώ αντίθετα, εκεί αναγνωρίζονταν ατομικές ελευθερίες που τότε ήταν άγνωστες στα δυτικά κράτη. Στην ταινία, η ναζιστική Γερμανία συνδέεται με την κομμουνιστική Ανατολική Γερμανία μέσω της κοινής εθνικότητας και της κοινής ιστορίας πριν τη διάσπαση όπου η Γερμανία ήταν από τους πρωτοστάτες των δύο παγκοσμίων πολέμων. Εξάλλου, όπως θα δούμε παρακάτω, υπάρχουν βολές ενάντια στην Αμερικανική πολιτική και τη δυτική νοοτροπία. Κυρίως, όμως, όλα αυτά συμβαίνουν σε μια κωμωδία χωρίς ιδιαίτερη δραματουργία και, πάνω απ’ όλα, χωρίς όρια στη διακωμώδηση και σάτιρα καταστάσεων).
Η έννοια του “παλαβού” ορίζεται στα λεξικά ως “πρόσωπο που συμπεριφέρεται με τρόπο που γενικά δείχνει μια μικρότερη ή μεγαλύτερη έλλειψη σύνεσης, φρόνησης ή πνευματικής και ψυχικής ισορροπίας”. Άραγε, τι μας κάνει να γελάμε δυνατά στο παλαβό, θεοπάλαβο, τρελό, κουλό, nonsense χιούμορ των ΖΑΖ; “Η κωμωδία είναι απλώς ένας αστείος τρόπος να είσαι σοβαρός”, είχε πει ο γνωστός ηθοποιός Πίτερ Ουστίνωφ. Πέρα από το αστείο καθαυτό των καταστάσεων και των ατακών, γελάμε όχι μόνο από θέση ανωτερότητας στις γκάφες των ηρώων τους αλλά, επιπλέον, απελευθερωτικά καθώς γίνεται κομμάτια και θρύψαλα η σοβαρότητά μας όταν τείνει στη σοβαροφάνεια, καθώς παύουμε να κρίνουμε κι αποδεχόμαστε περισσότερο τις λιγότερο ή καθόλου σοβαρές πτυχές μας αναγνωρίζοντας τα καμώματα των ηρώων ως ανθρώπινα. Άραγε, έχουμε χάσει την παιδικότητά μας και δεν σκάμε πια εύκολα στα γέλια, επεξεργαζόμαστε μόνο διανοητικά ή φιλτράρουμε ιδεολογικά και μονοδιάστατα ό,τι βλέπουμε κι ακούμε απονευρώνοντας την πρωτεύουσα κωμική τους διάσταση- και υποτιμώντας την ευφορία, την απόλαυση που προσφέρουν- έχοντας ξεχάσει ότι η ζωή είναι και αστεία, ότι έχει και ελαφρότητα, μάς έχουν πάρει από κάτω οι σκοτούρες της ενήλικης καθημερινότητάς μας; Ό,τι κι αν ισχύει, σ’ αυτήν την ταινία τραβιέται, όχι μόνο ως τα άκρα του παρά ως τα ακρότατά του!
Σε μια ταινία όπου το πνευματώδες συνδυάζεται με το χοντροκομμένο, η πολιτική ορθότητα πάει περίπατο, αυτό ισχύει και στα σεξουαλικής φύσης αστεία. Ένας σοβαρός ηλικιωμένος Γάλλος επιστήμονας, κρατούμενος των Ανατολικογερμανών που κατά παραγγελία τους κατασκευάζει ένα υπερόπλο, ποζάρει περιχαρής για ένα περιοδικό με μια νεαρή γυναίκα στους ώμους του. Στο άκουσμα της απάντησης ότι το γαλλικό όνομα της γυναίκας (Χίλαρι) με την οποία είναι ερωτευμένος ο Νικ, σημαίνει “στήθος που αντιστέκεται στη βαρύτητα”, τα μάτια του παύουν να βυθίζονται στα δικά της και σαν υπνωτισμένος τα κατεβάζει στο στήθος της. Ο Νικ και η Χίλαρι φιλιούνται αλλά οι γλώσσες τους δεν ενώνονται παρά παραμένουν μέσα στο στόμα του καθενός όπου κινούνται με πάθος! Το πνευματωδώς καυστικό στοιχείο παίρνει το πάνω χέρι στις μπηχτές πολιτικής φύσης. “Θα σου αρέσει η Αμερική. Έχουμε το άγαλμα της ελευθερίας και Disneyland και στις δύο ακτές”, θα της πει ο Νικ. Όταν ο νεαρός Αμερικανός, που στο μεταξύ έχει γίνει κατάσκοπος για ανεξήγητους λόγους, δεν λυγίζει στα σκληρά βασανιστήρια, ο Ανατολικογερμανός βασανιστής ρωτά τον επικεφαλής του αν πρέπει πλέον να δοκιμάσουν τους πίνακες του Λιρόι Νέιμαν (Αμερικανός καλλιτέχνης γνωστός για τους χρωματισμένους, εξπρεσιονιστικούς πίνακές του) για να λάβει την απάντηση: “Δεν μπορούμε να παραβιάζουμε τη συνθήκη της Γενεύης”. Υπάρχουν και ο χαρακτήρας ένας Αμερικανού πολιτικού πρόσφυγα που έχει αυτομολήσει στην Ανατολική Γερμανία (με αερόστατο!) επί προεδρίας Τζίμι Κάρτερ και η μπηχτή για τον ατάλαντο ηθοποιό Ρόναλντ Ρέιγκαν που έγινε πρόεδρος. Η ταινία υιοθετεί, βέβαια, την Αμερικανική οπτική προς την Ανατολική Γερμανία ενώ, παράλληλα, σαρκάζει υπογείως τις ίδιες τις ΗΠΑ.
Κι όμως, αυτή η ταινία είναι παραγνωρισμένη στη φιλμογραφία των ΖΑΖ και δεν πήγε καλά εισπρακτικά στις ΗΠΑ επειδή η (κατ’ ευφημισμόν, βέβαια!) πλοκή της κρίθηκε ως μπερδεμένη. Ένας ακόμα λόγος ήταν ότι θεωρήθηκε ως ακατάτακτη ως προς το κινηματογραφικό της “είδος” (καθώς διακωμωδούνται κυρίως τα κλασσικά Χολλυγουντιανά είδη των κατασκοπικών ταινιών και των μιούζικαλ του Έλβις Πρίσλεϋ). Μετά το πρώτο μισάωρο περίπου, η ταινία απογειώνεται κωμικά με τις απολαυστικές, ευρηματικές, ξεκαρδιστικές σκηνές ανθολογίας, την αστείρευτη, σχεδόν παροξυσμική παλαβομάρα της, τα αλλεπάλληλα γκαγκς και τα λογοπαίγνια που παραπέμπουν στις Αμερικανικές κωμικές ταινίες των δεκαετιών του 1920 και 1930, ιδιαίτερα στο μοναδικό άναρχο χιούμορ των αδελφών Μαρξ. Θα’ λεγες ότι το γέλιο είναι αυτοσκοπός που επιτυγχάνεται και με το (πολύ) παραπάνω! Όταν πια πέσουν οι τίτλοι τέλους, αισθανόμαστε πιο ανάλαφροι!