Ανούσιες ιστορίες ουσιών
Καθόταν. Οστεώδης και με ωραία κομμένα σγουρά μαύρα μαλλιά. Τα μάτια της, τα φρύδια της η μύτη της, το στόμα της αρμονική πινελιά ζωγράφου προσωπογραφιών.
Καθόταν και έτρωγε. Το βραδινό ξενύχτι την είχε πεινάσει. Πρέπει να έτρωγε σαουαρμά. Εκείνο το λιβανέζικο κατά βάση έδεσμα του δρόμου με το κρέας από κοτόπουλο και τα ψημένα λαχανικά.
Καθόταν, μάλλον καθόταν, αφού το υπέροχο πλούσιο μα συγκινητικά μινιμαλιστικό ασημί γυαλιστερό και με πτυχές μακρύ φόρεμα, τής έδινε μια αριστοκρατική φινέτσα.
Οι ώμοι της χαλαροί, αφού ήταν ακουμπισμένοι πάνω σε δυο μακριά χέρια που κατέληγαν να κρατούν το πεντανόστιμο σαουαρμά.
Όταν κοίταξε προς την μεριά μου, προσπέρασα το βλέμμα της. Το hangover του Σαββατόβραδου με είχε αποσυντονίσει. Πολύ πιο γρήγορα όμως απ’ ότι περίμενα το βλέμμα μου ακολούθησε το δικό της. Δεν με κοίταζε στα μάτια. Η ματιά της ήταν κάπως σαν διάχυτη αλλά συνάμα και τόσο εστιασμένη.
Έτρωγε street food με την αίσθηση της πληρότητας. Μασουλούσε με κλειστό το στόμα. Το δεξί μέρος της στοματικής της κοιλότητας είχε ελαφρά φουσκώσει από την μπουκιά.
Το στομάχι μου γουργούρισε. Σκέφτηκα να της ζητήσω μια μπουκιά. Αλλά πάλι και όχι. Δεν κινήθηκα καθόλου. Περίμενα. Περίμενα με την αγωνία να δω, να καταλάβω από πού έρχεται, ποιος ή ποιοι είναι οι συνοδοί της.
Όταν μετά από είκοσι λεπτά ξύπνησα από το hangover του προηγούμενου Σαββατόβραδου, αντίκρισα την λεπτή αλλά μυώδη πλάτη της. Καθόταν πάνω σε ένα αναπηρικό καροτσάκι και γεμάτη δύναμη αλλά και ακροβατική ακρίβεια κινούσε με τα δυο μακριά της χέρια τις δυο ρόδες από το καρότσι της. Απομακρυνόταν στο βάθος του παράδρομου με τα κλαμπς.
Ακίνητος πήρα μια βαθιά ανάσα και ξεφύσησα καθαρό διοξείδιο του άνθρακα με όχι και τόσο καθαρής προέλευσης οινόπνευμα.
Την έβλεπα να ξεμακραίνει μέχρι που έγινε μια ασημί κουκκίδα που εξαφανίστηκε. Το μόνο που απέμεινε ήταν η μυρωδιά του φρέσκου σαουαρμά σε συνδυασμό με το άρωμα που ανέδυε το ασημί της φόρεμα.
Όταν μετά από μισή ώρα ήρθαν να με πάρουν τα δυο φιλαράκια, τους διηγήθηκα την ιστορία μου. Τους άκουσα να γελάνε δυνατά. Σίγουρα από το hangover, σκέφτηκα.
Πήρα στο χέρι μου το άσπρο λεπτό μπαστούνι μου και με την συνοδεία δεξιά και αριστερά των δυό φίλων μου, ξεμακρύναμε στον παράδρομο των κλαμπς, μέχρι που γίναμε μια μικρή ασημί κουκίδα και εξαφανιστήκαμε.