tetartopress

Ανούσιες ιστορίες ουσιών

20190523_144244-(1b)


Καθόταν. Οστεώδης και με ωραία κομμένα σγουρά μαύρα μαλλιά. Τα μάτια της, τα φρύδια της η μύτη της, το στόμα της αρμονική πινελιά ζωγράφου προσωπογραφιών.

Καθόταν και έτρωγε. Το βραδινό ξενύχτι την είχε πεινάσει. Πρέπει να έτρωγε σαουαρμά. Εκείνο το λιβανέζικο κατά βάση έδεσμα του δρόμου με το κρέας από κοτόπουλο και τα ψημένα λαχανικά.

Καθόταν, μάλλον καθόταν, αφού το υπέροχο πλούσιο μα συγκινητικά μινιμαλιστικό ασημί γυαλιστερό και με πτυχές μακρύ φόρεμα, τής έδινε μια αριστοκρατική φινέτσα.

Οι ώμοι της χαλαροί, αφού ήταν ακουμπισμένοι πάνω σε δυο μακριά χέρια που κατέληγαν να κρατούν το πεντανόστιμο σαουαρμά.

Όταν κοίταξε προς την μεριά μου, προσπέρασα το βλέμμα της. Το hangover του Σαββατόβραδου με είχε αποσυντονίσει. Πολύ πιο γρήγορα όμως απ’ ότι περίμενα το βλέμμα μου ακολούθησε το δικό της. Δεν με κοίταζε στα μάτια. Η ματιά της ήταν κάπως σαν διάχυτη αλλά συνάμα και τόσο εστιασμένη.

Έτρωγε street food με την αίσθηση της πληρότητας. Μασουλούσε με κλειστό το στόμα. Το δεξί μέρος της στοματικής της κοιλότητας είχε ελαφρά φουσκώσει από την μπουκιά.

Το στομάχι μου γουργούρισε. Σκέφτηκα να της ζητήσω μια μπουκιά. Αλλά πάλι και όχι. Δεν κινήθηκα καθόλου. Περίμενα. Περίμενα με την αγωνία να δω, να καταλάβω από πού έρχεται, ποιος ή ποιοι είναι οι συνοδοί της.

Όταν μετά από είκοσι λεπτά ξύπνησα από το hangover του προηγούμενου Σαββατόβραδου, αντίκρισα την λεπτή αλλά μυώδη πλάτη της. Καθόταν πάνω σε ένα αναπηρικό καροτσάκι και γεμάτη δύναμη αλλά και ακροβατική ακρίβεια κινούσε με τα δυο μακριά της χέρια τις δυο ρόδες από το καρότσι της. Απομακρυνόταν στο βάθος του παράδρομου με τα κλαμπς.

Ακίνητος πήρα μια βαθιά ανάσα και ξεφύσησα καθαρό διοξείδιο του άνθρακα με όχι και τόσο καθαρής προέλευσης οινόπνευμα.

Την έβλεπα να ξεμακραίνει μέχρι που έγινε μια ασημί κουκκίδα που εξαφανίστηκε. Το μόνο που απέμεινε ήταν η μυρωδιά του φρέσκου σαουαρμά σε συνδυασμό με το άρωμα που ανέδυε το ασημί της φόρεμα.

Όταν μετά από μισή ώρα ήρθαν να με πάρουν τα δυο φιλαράκια, τους διηγήθηκα την ιστορία μου. Τους άκουσα να γελάνε δυνατά. Σίγουρα από το hangover, σκέφτηκα.

Πήρα στο χέρι μου το άσπρο λεπτό μπαστούνι μου και με την συνοδεία δεξιά και αριστερά των δυό φίλων μου, ξεμακρύναμε στον παράδρομο των κλαμπς, μέχρι που γίναμε μια μικρή ασημί κουκίδα και εξαφανιστήκαμε.

 
 

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

 
 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

 
«Νώε» - Παρουσίαση του βιβλίου του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη στην Πάτρα

«Νώε» – Παρουσίαση του βιβλίου του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη στην Πάτρα

Οι εκδόσεις Κίχλη και το βιβλιοπωλείο Πίξελ Books μας προσκαλούν στην παρουσίαση του βιβλίου του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη «Νώε» την Τετάρτη ...
Ρέα Γαλανάκη «Πού ζει ο λύκος;»

Ρέα Γαλανάκη «Πού ζει ο λύκος;»

Είναι λεπτή, σχεδόν αόρατη, η γραμμή που μετατρέπει εντός μας ένα σημαντικό βίωμα σε ιστορικό γεγονός. Χωρίς να την ενδιαφέρει ...
Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης «Το χιόνι των Αγράφων»

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης «Το χιόνι των Αγράφων»

Κυκλοφορεί η τέταρτη έκδοση του μυθιστορήματος του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη «Το χιόνι των Αγράφων», ενός βιβλίου που επαινέθηκε από την κριτική, ...
«Μπρανκαλεόνε» - Νέο άλμπουμ από τον Παύλο Παυλίδη

«Μπρανκαλεόνε» – Νέο άλμπουμ από τον Παύλο Παυλίδη

«Ο μάγος Μπρανκαλεόνε θα μπορούσε να είναι κάποιο φανταστικό πρόσωπο. Όμως είναι απολύτως υπαρκτό. Πρόκειται για τον αγαπημένο μου φίλο ...

Σχετικά με τον αρθρογράφο:

Έχει γράψει 172 Άρθρα

«Words are all we have», είπε ο Σάμουελ Μπέκετ. Mικρός σαν ήμουν, ήθελα να πραγματοποιηθούν οι τρεις ευχές που μου αναλογούσαν. Πάντα όμως έκανα την ίδια μοναδική ευχή. Τις άλλες δύο δεν χρειάστηκε να τις σπαταλήσω. Γιατί από μικρός βρήκα τους «Αγιους Τόπους» μου. Τους τόπους εκείνους όπου η μνήμη μου, δημιουργούσε τις λέξεις και οι λέξεις αρθρώνονταν σε λόγο. Μερικές φορές είμαι τυχερός και ο Λόγος με γεμίζει με το φως του. Τότε μιά βαθιά γαλήνη και παραδοχή με κατακλύζει. [email protected]

Back to Top