«Απ’ το μπαλκόνι να φύγεις!» – Καθώς θα πέφτουν οι ήρωες
Ο Καρλ Σαγκάν είχε πει πως το να διαβάζεις είναι σα να ταξιδεύεις στον χρόνο. Και είμαι σίγουρη πως το έχουν πει πολλοί ακόμα, αφού ευτυχώς πάντα θα υπάρχουν βιβλία με την υπέροχη αυτή ιδιότητα.
Το πιο πρόσφατο παράδειγμα για μένα αποτελεί το βιβλίο «Απ’ το μπαλκόνι να φύγεις!».
Πώς ήταν άραγε η Θεσσαλονίκη του 20ού αιώνα; Τι έκαναν οι άνθρωποι εκεί, πώς μιλούσαν, πώς ένιωθαν, τι τους βασάνιζε; Οι απαντήσεις βρίσκονται στα 17 διηγήματα της Μελλίσας Στοῒλη που κυκλοφορούν, ντυμένα με ένα ονειρεμένο εξώφυλλο, από τις εκδόσεις Κίχλη.
Μια Θεσσαλονίκη περασμένων δεκαετιών, αλλά όχι και περασμένων παθογενειών σκιαγραφείται με μεράκι από την συγγραφέα, η οποία αναλαμβάνει να μας ξεναγήσει σε μια πόλη γοητευτική, που προσφέρει άφθονο υλικό για παρατήρηση, φαντασία και καταγραφή.
Και από την επιτυχημένη αυτή καταγραφή καταφέρνει να ξεπροβάλλει μια κοινωνία ενωμένη αλλά και διχασμένη, ρομαντική αλλά και σκληρή. Μέσα τις κρύβονται ιστορίες της διπλανής πόρτας που ίσως και να μην ανοίγαμε ποτέ, ακόμα κι αν ζούσαμε το εκεί και το τότε. Ιστορίες που φέρνουν στο φως ζωές δύσκολες, αδικημένες, μοναχικές, πτυχές ανθρώπων σκοτεινές που τους αξίζει να φωτιστούν έστω για λίγο, γιατί είναι αυτές ακριβώς που έχουν ποτίσει τον αέρα της Θεσσαλονίκης. Είναι η ίδια η πόλη οι ιστορίες αυτές.
Τι έχουμε εδώ λοιπόν;
Ο Μιχάλης ψάχνει να βρει χρυσό για να αλλάξει η τύχη του, η ζωή της Μόρφως παίρνει αναπάντεχη τροπή μόνο και μόνο επειδή ήταν φυματική, ο Θωμάς στερείται την αγάπη γιατί γεννήθηκε με σημαδεμένο πρόσωπο, η Σκεύη γίνεται αντικείμενο αγοραπωλησίας στα χέρια του πατέρα της.
Άνθρωποι απλοί, φορτωμένοι με τα βάρη της κοινωνίας και τις δυσκολίες της εποχής, βρίσκουν έναν παρήγορο ώμο στον κάθε αναγνώστη για να ξαποστάσουν, κι ύστερα στέλνουν με μια ανάσα ένα γλυκόπικρο «άσκολσουν»(«έτσι ας γίνει» σε τούρκικη διάλεκτο) να ταξιδέψει πέρα από τον χάρτινο κόσμο τους.
Δεν αναφέρω τυχαία τη λέξη. Οι διάλεκτοι με τις οποίες χρωματίζει η συγγραφέας τα διήγηματά της, λαντίνο, εντόπια, σεφαραδίτικα, είναι ένα από τα σημαντικότερα ατού τους, και είναι φανερή η έρευνα πίσω από αυτό. Έρευνα που όμως δεν περιορίζεται στο γλωσσικό κομμάτι.
Σε συνέντευξή της στην Athens Voice η Μελίσσα Στοΐλη αναφέρει: «Η αλήθεια είναι ότι τους ήρωες τους έφτιαξα “ψωνίζοντας” τα υλικά της δημιουργίας τους από μια μεγάλη αγορά μνήμης και αναφοράς. Ένα βλέμμα, μια φράση, ένα γεγονός, ένα συναίσθημα, ένα τοπόσημο δημιουργούν κάτι καινούριο. Η γειτονιά που μεγάλωσα στην Αγίου Δημητρίου, η ενορία των Δώδεκα Αποστόλων, το σπίτι της γιαγιάς μου στα Αρμένικα, μια βεβαίωση από την Ένωση Κωνσταντινουπολιτών ότι ο παππούς μου ήταν φυγάς μη ανταλλάξιμος, μια φωτογραφία προσφύγων, το απόκομμα μιας παλιάς αγγελίας, το πρωτοσέλιδο μιας εφημερίδας, ήταν στοιχεία που οδήγησαν στη σύνθεση. Είχα μάλιστα, όσο έγραφα, ένα μεγάλο μπλοκ, σαν οπτικό σημειωματάριο, όπου κολλούσα εικόνες και σημείωνα φράσεις για κάθε ιστορία. Σαν scrap book διηγημάτων.»
Ενδοοικογενειακή βία, ψυχικές ασθένειες, κοινωνική απομόνωση, δεισιδαιμονίες και προκαταλήψεις, γίνονται κομμάτια ενός γλυκόπικρου, διαχρονικού μωσαϊκού που σκιαγραφεί με ευαισθησία την ελληνική ψυχοσύνθεση.
Και αν ο τίτλος έχει εξάψει την περιέργειά σας, πρέπει να σας πω πως δεν τον έχει πάρει από κάποιο ομότιτλο διήγημα, αλλά από το στόμα μιας εκ των ηρωίδων. «Έτσι, ας είναι. Μην πας από την πόρτα όμως. Απ’ το μπαλκόνι να φύγεις! Να δεις τι καλά που είναι. Ξέρουν αυτοί.» Γιατί καμιά φορά η πιο παράδοξη έξοδος από μια κατάσταση φαντάζει και η μοναδική υγιής λύση.