Αποφυλάκιση καθαρίστριας. Ούτε νίκη, ούτε δικαίωση όσο η δικαιοσύνη συνεχίζει να εθελοτυφλεί

Ομολογουμένως η είδηση ότι το Πενταμελές Εφετείο Λάρισας αποφάσισε να αναστείλει την ποινή 10ετούς κάθειρξης που έχει επιβληθεί στην καθαρίστρια από τον Βόλο, αποτελεί είδηση που μας κάνει όλους και όλες χαρούμενους. Άδικα όμως πανηγυρίζουν όσοι μιλούν για νίκη και δικαίωσή της.
Δυστυχώς ούτε για νίκη πρόκειται, ούτε για δικαίωση του αγώνα που δόθηκε για την άμεση απελευθέρωση της από τη στιγμή που οι παραδοχές της έδρας του Εφετείου, ότι δηλαδή η 53χρονη γυναίκα μπορεί να υποστεί ανεπανόρθωτες βλάβες στην υγεία της ενώ η ψυχολογική της κατάσταση είναι σε κρίσιμο στάδιο, ήταν αυτές που ανέστειλαν την απόφαση της φυλάκισης. Μέχρι τότε περιμένουμε να εκδοθεί η απόφαση στην ασκηθείσα αίτηση αναίρεσης της απόφασης, που θα εκδικαστεί στον Άρειο Πάγο. Για λόγους υγείας -και πολύ καλά έστω που έγινε έτσι- βγαίνει από τη φυλακή.
Το δικαστικό σώμα έσπευσε να καλύψει αμέσως μετά η ίδια η Πρόεδρος του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας, σχολιάζοντας την αρχική απόφαση για φυλάκιση της 53χρονης καθαρίστριας υποστηρίζοντας ότι οι δικαστές εφαρμόζουν τους νόμους, θέλοντας, έτσι, να στείλει μια απάντηση στα όσα έχουν γραφτεί για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκε η 53χρονη γυναίκα. Πετώντας, έτσι, το μπαλάκι και την βασική ευθύνη στο νόμο περί καταχραστών δημοσίου -όπως ισχύει από το 1950- ξέχασε να μας πει ότι ολόκληρος ο ποινικός κώδικας βρωμάει αναχρονιστική σαπίλα αφού προέρχεται από τα ίδια χρόνια, κουβαλώντας όλα τα ταξικά χαρακτηριστικά του που διαιωνίζονται από τις ίδιες τοξικές και ταξικά μεροληπτικές αποφάσεις και κατά το δοκούν, από τους ίδιους του δικαστές.
Το παράδειγμα της καθαρίστριας δεν είναι βγαλμένο μέσα από ένα τυχαίο δικαστικό δείγμα αποφάσεων όπου ενδεχομένως να εξαντλήθηκε η δικαιική αυστηρότητα ή η δικανική κρίση των μελών του δικαστηρίου. Είναι η καθημερινότητα που προσβάλλει το κοινό περί δικαίου αίσθημα και πλήττει την εμπιστοσύνη στη δικαστική εξουσία καθώς ακολουθεί δύο μέτρα και δύο σταθμά, διατηρώντας όλα τα ταξικά χαρακτηριστικά στις αποφάσεις της (class justice).
Τη στιγμή, λοιπόν, που αυτή αντιμετωπίζει με ιδιαίτερη επιείκεια τους «εγκληματίες του λευκού κολάρου», διώκει τιμωρητικά και «εκδικητικά» στις αποφάσεις της, όσους και όσες προέρχονται από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα.
Η απονομιμοποίηση του σημερινού ποινικού συστήματος δεν μπορεί να προβάλλεται ως απλή αναγκαιότητα επανεξέτασης και εξορθολογισμού του απαρχαιωμένου νομικού πλαισίου που το περιβάλει, αλλά επιβάλλεται ο εκσυγχρονισμός και η άμεση αλλαγή του.
Ταυτόχρονα, το βαθύ χάσμα ανάμεσα στην κοινωνία και στον θεσμικό ρολό της δικαιοσύνης φαντάζει αγεφύρωτο.
Η αποκατάσταση της ισονομίας και του κράτους δικαίου, δε, αποτελεί μέρος ενός απλουστευμένου ευχολογίου, παραμένοντας ουσιαστικά ανεφάρμοστο. Η θέση για μια ανεξάρτητη θεσμικά δικαιοσύνη κερδίζεται στην πράξη, μακριά από τη νομικίστικη τεχνογνωσία, στον κοινωνικό ιστό, με όρους αναφοράς και προέλευσης από τη φαρέτρα του πολιτικού μας πολιτισμού.
Η εμμονή από δικαστικούς κύκλους επιβεβαιώνει τον τρόπο που επιθυμούν να ασκούν τα καθήκοντά τους με ταξικά κριτήρια, προσβάλλοντας τους νόμους ή κατασκευάζοντας νέα ιδιώνυμα αδικήματα. Αποβλέποντας να αποδείξουν την κατασταλτική, υπερεξουσιαστική επιβολή αποφάσεων σε βάρος της ισονομίας
Η «τυφλή δικαιοσύνη», που διώκει και ποινικοποιεί οτιδήποτε ταξικό στέκεται απέναντι της, αναδεικνύει τελικά και σε προέκταση την εξουσιαστική εκδικητική πλευρά της σημερινής «αστικής δημοκρατίας», όπως έπραξε στο πρώτο αλλά και στο δεύτερο βαθμό για την άτυχη καθαρίστρια.
Αλήθεια, με την υπέρμετρη αδικία της διαγραφής από τα μητρώα εργαζομένων και την άμεση αποκατάσταση ώστε να πάρει πίσω τα ένσημά της ή να επιστρέψει στη δουλειά της και να δικαιούται, έτσι, μια αξιοπρεπή ζωή μαζί με την οικογένειά της χωρίς να χάνει παράλληλα τα σύνταξιοδοτικά της δικαιώματα θα ακούσουμε τίποτα;