«Απρίλης» της Ντέα Κουλουμπεγκασβίλι – Κινηματογραφικά κατανυκτική ατμόσφαιρα μιας από τις καλύτερες δημιουργούς των καιρών μας

«Απρίλης» (“Ap’rili”/”April”)
Σκηνοθεσία της Ντέα Κουλουμπεγκασβίλι
Πρωταγωνιστούν: Ια Σουκχιτασβίλι, Κάκα Κιντσουρασβίλι, Μέραμπ Νίνιντσε, Άνα Νικολάβα
Γεωργία, 2024
Ανεξήγητα, η Νίνα απορρίπτει την καισαρική παραβιάζοντας το πρωτόκολλο, ολοκληρώνει τον φυσικό τοκετό που θα καταλήξει στον θάνατο του νεογέννητου. Επικαλείται την άγνοια των πνευμονικών προβλημάτων του εμβρύου- και, παραδόξως για μια πολύπειρη γυναικολόγο, την επιθυμία της 18χρονης γυναίκας για φυσικό τοκετό. Ο ασκός του Αιόλου έχει ανοίξει: ο νέος άντρας που θα γινόταν πατέρας, την προειδοποιεί ότι πλέον θα κατηγορηθεί και για τις παράνομες εκτρώσεις που κάνει και θα την φτύσει καταπρόσωπο. Στον Νταβίτι, επικεφαλής γιατρό της κλινικής σ’ αυτήν την επαρχιακή πόλη, τον μόνο άντρα που θέλει να την κατανοήσει, η Νίνα δηλώνει ότι αισθάνθηκε την επιθυμία της νεαρής να μην γίνει μητέρα. «Μην πεις τέτοιες ανοησίες στην ανάκριση», της απαντά.
Η Νίνα οδηγεί μόνη χιλιόμετρα σκοτεινών χωματόδρομων, ως τα φτωχικά χωριά όπου κάνει κρυφά εκτρώσεις πάνω σε τραπέζια ημιφωτισμένων σπιτιών, σε κορίτσια που παντρεύονται στα 16 τους και τα περισσότερα εγκυμονούν ως τα 18, γίνονται μητέρες ενώ είναι ακόμα παιδιά, εγκαταλείπουν αναγκαστικά σχολείο και νεανικά όνειρα, φυλακίζονται στον γάμο. Τα ρωτά αν πραγματικά θέλουν να γίνουν μητέρες, τα ενημερώνει για την αντισύλληψη ώστε να μην πλένουν τη μήτρα τους με σαπούνι πλυντηρίου για να αποφύγουν την εγκυμοσύνη. Η Νίνα συμπάσχει με κάθε κορίτσι που ξεγεννά ή κάνει έκτρωση, με κάθε μητέρα που κρύβει την έκτρωση του κοριτσιού τους από τον πατέρα- στη μνήμη της έχουν, θαρρείς, καταγραφεί όλες οι γυναίκες που υπέφεραν σε όλες τις εποχές κι όλες τις κοινωνίες, που γέννησαν χωρίς να το θέλουν, έκαναν έκτρωση χωρίς στοιχειώδεις συνθήκες υγιεινής, υπέστησαν μόνιμες βλάβες στα αναπαραγωγικά τους όργανα, έχασαν τη ζωή τους.
Και εδώ, κυριαρχεί το κοινωνικό πλεονέκτημα του αρσενικού φύλου που και οι γυναίκες εσωτερικεύουν ως φυσική επιταγή: άντρες φτύνουν τις γυναίκες που σηκώνουν κεφάλι αντιδρώντας, και μάλιστα έμπρακτα, στην απαγόρευση των εκτρώσεων, άντρες κι έφηβοι που αδιαφορούν για την αποφυγή ανεπιθύμητων για τη γυναίκα εγκυμοσύνων, άντρες που δεν συμμετέχουν στο μεγάλωμα των παιδιών επικαλούμενοι την κούραση της δουλειάς (αόρατη, πάντα, η οικιακή εργασία της γυναίκας μέρα νύχτα), κακοποιήσεις γυναικών, πατέρες που αρνούνται την έκτρωση ακόμα κι όταν τα κορίτσια τους έχουν βιαστεί. Και όσοι (λίγοι; ελάχιστοι; μόνο ο Νταβίτι εκεί;) διαφωνούν αξιακά με τα συγκεκριμένα ήθη, είτε αδρανούν είτε δρουν αποσκοπώντας πρωτίστως σ’ έναν συνειδησιακό κατευνασμό ότι εκπληρώνουν το ηθικό τους χρέος: ο Νταβίτι στέλνει επιστολές στο αρμόδιο υπουργείο ζητώντας τη νομιμοποίηση των εκτρώσεων και πιστεύοντας στην ικανοποίηση του αιτήματός του- όμως χωρίς να απαιτεί ρητή δέσμευση των Αρχών, ουσιαστικά δεν αποδέχεται την εξουσία τους να ορίζουν τις ζωές των πολιτών; Γιατί η άρνηση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης στις γυναίκες, κάθε καταστολή ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δεν ωθεί στην αναζήτηση ενός αποτελεσματικού ακτιβισμού ενάντια στα κοινωνικά πρότυπα, την κρατική πολιτική, τις οικονομικές ανισότητες που για τα περισσότερα κορίτσια αποκλείουν την πρόσβαση στις κλινικές της πρωτεύουσας με τις πρέπουσες υποδομές; (και, γνωρίζουμε ότι πολλές κρατικές απαγορεύσεις ικανοποιούν τον συντηρητισμό της κοινωνίας ενώ, παράλληλα, ευνοούν την άνθιση του παραεμπορίου). Γιατί, αντίθετα, ασκείται κριτική κατά ανθρώπων που διακινδυνεύουν τα πάντα (όπως η Νίνα), με αυτο-επιβεβαιωτικά ερωτήματα: σε τελική ανάλυση, πόσες πια εκτρώσεις θα κάνει πριν συλληφθεί, πόσες τέλος πάντων ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες θα προλάβει προσφέροντας αντισυλληπτικά;
Ο Νταβίτι την ρωτά γιατί διακινδυνεύει αφού ορισμένες τοπικές νοσοκόμες κάνουν εκτρώσεις ενισχύοντας το εισόδημά τους κι εκείνη απαντά ότι έχει περισσότερες γνώσεις (προφανώς, η Νίνα δεν εισπράττει χρήματα λόγω της ανυποχώρητης ηθικής της στάσης)- πόσο συμβάλλει, άραγε, η παιδική ενοχή που φοβισμένη είχε αφήσει αβοήθητη την αδελφή της σε έναν μεγάλο κίνδυνο; Θα μπορούσε, άραγε, να έχει προσωπική ζωή ή η δέσμευση στη βοήθεια των άλλων τείνει στην απάρνησή της; Μπορεί η μοναχικότητα να οδηγήσει σε περιχαράκωση κι εξιδανίκευσή της, καθιστώντας αγεφύρωτο το χάσμα ανάμεσα στην Νίνα κι όσους διατηρούν μια ευαισθησία μέσα στην προσαρμογή τους στην κανονικότητα, όπως ο Νταβίτι; Η διαφύλαξη της αυτοεκτίμησης σε ανελεύθερες κοινωνίες είναι αναίμακτη ψυχικά ή μπορεί να επιφέρει θλίψη; Τα βράδια που «ψωνίζεται» σε απόμερα μέρη με άγνωστους άντρες για εκτόνωση των σεξουαλικών της επιθυμιών (παρά το ότι έχει υποστεί αντρική επιθετικότητα ζητώντας και τη δική της ικανοποίηση), σε ποιον βαθμό προκαλεί τους φόβους της ώστε να τους αντιμετωπίσει ή να τους ξορκίσει; «Η Νίνα έχει πολλούς λόγους που είναι μόνη, η απάντηση δεν είναι απλή», δηλώνει η σκηνοθέτιδα. Και, πώς αντέχεται όλος αυτός ο πόνος, πώς σωματοποιείται, πώς εξωτερικεύεται; Ποιο είναι αυτό το άμορφο, δυσδιάκριτο ανθρωποειδές με γυναικείο στήθος που βαριανασαίνει τα βράδια κοντά της στο σπίτι ενώ την ημέρα περιφέρεται μόνο του, αγκομαχώντας; «Για μένα, ήταν αυτή η ανυπόφορη απελπισία της, σαν κάτι να βγαίνει από μέσα της… Το πλάσμα υπάρχει ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον, στη μετάβαση ανάμεσα στο ανθρώπινο και το μη ανθρώπινο, στην ύπαρξη και τη μη ύπαρξη- ή μια άλλη μορφή ύπαρξης ανάμεσα στις λέξεις», δηλώνει η Κουλουμπεγκασβίλι.
Επικοινωνούμε με τον ψυχισμό της Νίνα μέσα από το περιορισμένων διαστάσεων κάδρο- σαν ένας αδιόρατος κλοιός που σφίγγει- τα στατικά, σιωπηλά, ημιφωτισμένα, μεγάλης διάρκειας πλάνα, τον ψυχρό φωτισμό στους εσωτερικούς χώρους, τον αργό ρυθμό που μυεί σε μια ατμόσφαιρα εσωτερικότητας- ο οποίος ίσως θεωρηθεί κουραστικός: συχνά, όμως, χρειάζεται να νιώσουμε εξαντλημένοι ως προς τη βεβαιότητα των απόψεων και των αισθητικών προτιμήσεών μας, απελευθερώνοντας εσωτερικά χώρο για κάτι νέο, διαφορετικό, αποκαλυπτικό. Ελάχιστα κοντινά πλάνα στα πρόσωπα που κινηματογραφούνται από γωνίες, λήψεις προφίλ από μέση απόσταση, αποξενωμένοι άνθρωποι στο τέλος μακριών διαδρόμων μόνοι κι αποξενωμένοι, μας μεταδίδονται όμως όλα τα συναισθήματα. Και, υποβάλλει η αντίθεση ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο, το πραγματικό και το εξωπραγματικό, τη θανατερή νοσηρότητα της πατριαρχικής κοινωνίας με τη γονιμότητα, την ομορφιά της ανοιξιάτικης φύσης όπου η Νίνα ανασυγκροτείται- προσωρινά, μόνο… Αν και στο δεύτερο μέρος συμβαίνουν περισσότερα γεγονότα στην ασαφή δραματουργία αποδυναμώνοντας λίγο την κινηματογραφικά κατανυκτική ατμόσφαιρα, και η ένταξη του ανθρωποειδούς είναι ως έναν βαθμό ξένη μ’ αυτήν την ατμόσφαιρα, ωστόσο παρακολουθούμε καθηλωμένοι την ταινία μιας από τους σημαντικότερους δημιουργούς των καιρών μας.
Γιατί, πρέπει να μην έχουμε τη δυνατότητα να αποστρέψουμε το βλέμμα μας απ’ αυτό που πρέπει οπωσδήποτε να δούμε και να κατανοήσουμε, σήμερα που επιστρέφουν οι απαγορεύσεις των εκτρώσεων και οι θεωρίες περί αγέννητων παιδιών, που επιδιώκεται μεγαλύτερος έλεγχος της εξουσίας πάνω στο γυναικείο σώμα. Η Νίνα δεν μπορεί παρά να γνωρίζει ότι ο χρόνος της θα τελειώσει σύντομα- αξίζει, άραγε; Όμως, αν αναρωτιόμαστε αν αξίζει, είναι επειδή επιμένουμε να αναβάλλουμε τη διερεύνηση των κρυμμένων μας κινήτρων, τη συνειδητοποίηση ότι πασχίζουμε να υποστυλώσουμε ασθμαίνοντα εγώ, ότι αναπαράγουμε έτοιμες αξίες κι απόψεις άλλων, παραλύοντας από φόβο που ο χρόνος μας στη ζωή τελειώνει τόσο σύντομα.