«Αξιαγάπητη» της Λίλια Ινγκολφσντότιρ – Λειψές εσωτερικές αναζητήσεις που υποστυλώνουν τον ναρκισσισμό

«Αξιαγάπητη» (Elskling / Loveable)
Σκηνοθεσία: Λίλια Ινγκολφσντότιρ.
Πρωταγωνιστούν: Χέλγκα Γκούρεν, Όντγιρ Τούνε.
Νορβηγία, 2024.
Ποια στάση, άραγε, είναι λιγότερο υγιής; Της Μαρία που ενώ δεν αισθάνεται καλά στον γάμο, απορρίπτει τον χωρισμό, όχι μόνο- για την ακρίβεια: όχι τόσο γιατί αγαπά τον σύζυγό της όσο γιατί φοβάται ότι θα τον χάσει εκφράζοντας τον θυμό της; Ή του Σίγκμουντ που θέλει να χωρίσει καθώς καταπιέζεται από τα διαρκή παράπονα, τη λεκτική επιθετικότητα, τα κλάματά της χωρίς ο ίδιος να αναρωτιέται για τις ευθύνες του στη διαμόρφωση τής στάσης της, που θαρρείς θέλει να προλάβει να φύγει πριν του καταλογιστούν ευθύνες, πριν αναγκαστεί να αντιμετωπίσει τη φθορά της σχέσης τους;- τη φθορά που προκύπτει από την αλλαγή της γνωστής εικόνας που έχουμε για τον άλλον.
Όταν ο Σίγκμουντ επιστρέφει στην οικογενειακή εστία μετά από επαγγελματικό ταξίδι έξι εβδομάδων, η Μαρία τον υποδέχεται συγκρατημένα, έτοιμη να εκραγεί μετά από τόσο καιρό με την αποκλειστική φροντίδα τεσσάρων παιδιών (τα δύο από τον προηγούμενο γάμο της), με το μεγαλύτερο στην εφηβεία και το μικρότερο δύο χρονών, και τη δουλειά της αναγκαστικά παραμελημένη. «Είσαι όμορφη», θα της πει αμέσως: είναι φανερή η αντίθεσή της με τον Σίγκμουντ που, αν και κουρασμένος, το πρόσωπό του διατηρεί τη γνώριμη ηρεμία και το γνώριμο χαμόγελο. Δεν θα της απαντήσει, ωστόσο, όταν εκείνη του υπενθυμίσει τη συμφωνία τους να μην λείπει τόσο καιρό: άραγε, φοβάται την εξέλιξη της συζήτησης ή πρόκειται για παρερμηνεία, διαστρέβλωση της Μαρία που δεν έχει νόημα να συζητηθεί; Ο άντρας ασχολείται αμέσως και πρόσχαρα με τα παιδιά ενώ το βράδυ, θα επιχειρήσει να κάνουν σεξ παρά το ότι έχει αντιληφθεί τη δυσφορία της: θέλει να έρθουν κοντά με τη σωματική επαφή και την αποφόρτιση της έντασης ή αδιαφορεί για τη διάθεσή της;
Το πρόβλημα της ταινίας είναι ότι ενώ ο χαρακτήρας της Μαρία εμβαθύνεται, ο χαρακτήρας του Σίγκμουντ δεν αναπτύσσεται. Πώς να ερμηνεύσουμε ότι φεύγοντας, ο Σίγκμουντ αμέσως εκτρέπει τις κλήσεις της στον αυτόματο τηλεφωνητή του ή ότι χωρίς δισταγμό συναινεί στην παράδοση της επιμέλειας των παιδιών του, σ’ έναν άνθρωπο μάλιστα που θεωρεί ως υστερικό; Είναι ανάγκη ανασυγκρότησης, απογοήτευση που επιφέρει ματαιότητα ή φυγή μπροστά στα δύσκολα; Η Μαρία πασχίζει να τού μεταδώσει ότι πληγώνεται απ’ αυτό που ερμηνεύει ως καλυμμένη αδιαφορία ενώ, παράλληλα, καταρρέουν οι γνώριμοι ρόλοι της μέσω των οποίων ανάσαινε, να τον επικρίνει ώστε του δημιουργεί ενοχές και να τον ελέγχει συναισθηματικά- ήταν, όμως, πάντα άδικες οι επικρίσεις της; Ναι, γίνεται ανυπόφορη με τη συμπεριφορά της- κρίνοντάς την, βέβαια, ως συμπεριφορά καθαυτή, σε ένα κενό αέρος ηθικής, χωρίς να λογαριάζουμε τις επιπτώσεις της δικής του συμπεριφοράς. Συχνά λέμε: «Και ήταν ανάγκη να αντιδράσεις έτσι υπερβολικά;» ή «Με τέτοια συμπεριφορά, όμως, χάνεις το δίκιο σου», μιλώντας περί αξιοπρέπειας κι εννοώντας μια κοινωνικά αποδεκτή συμπεριφορά που λειαίνει, απονευρώνει, απωθεί και, τελικά, πνίγει. Κι απαιτούμε μια τέτοια «αξιοπρεπή» συμπεριφορά ακόμα περισσότερο από ανθρώπους σαν την Μαρία που βρίσκονται στο χείλος ενός γκρεμού, αποσείοντας από πάνω μας την ευθύνη να τους κατανοήσουμε, μετακυλίοντάς τους ολόκληρη την ευθύνη. Μιλάμε, επίσης, για οριοθετήσεις, ιδιαίτερα στην συμπεριφορά των άλλων προς το πρόσωπό μας στο όνομα της διαφύλαξης του αυτοσεβασμού μας χωρίς όμως να συνειδητοποιούμε ότι συχνά περιορίζουμε την ελευθερία έκφρασής τους, ότι οι σχέσεις αποκτούν τον χαρακτήρα μιας δικαστικής διαμάχης όπου κύρια, αν όχι μόνη, σημασία αποκτά ποιος έχει δίκιο ή άδικο.
Η Μαρία κρύβει τον φόβο της απόρριψης, πάντα κάνει τα πάντα για να είναι αξιαγάπητη, όμως καταλήγει έρμαιο του παιδικού της τραύματος και η κρίση της παραλύει, ο φόβος οξύνεται, οι ερμηνείες γίνονται δεδομένες, ο άλλος δεν χωράει στη σκέψη της. Αντίθετα, ο Σίγκμουντ, όπως όλοι όσοι προφυλάσσονται από κάθε «συναισθηματική δέσμευση» (βάσει των ελάχιστων πληροφοριών, βέβαια, που μας παρέχονται για τον χαρακτήρα του) περιχαρακώνονται αποφεύγοντας κάθε προβληματισμό, θλίψη και πόνο, κι ασφαλώς τους είναι εύκολο να συμπεριφέρονται «φυσιολογικά»- ώστε η συμπεριφορά του άλλου, όπως της Μαρία, να φαίνεται παράλογη, αδικαιολόγητη, εγωιστική. Δυστυχώς, μένει δραματουργικά αδιευκρίνιστο αν και που η Μαρία έχει δίκιο ή άδικο κι έτσι μένει λειψός κι ο δικός της χαρακτήρας, γίνεται ασαφές πώς εξακολουθεί να δηλώνει ότι τον αγαπά παρά το ότι η στάση του είναι βασική πηγή των δεινών της- η άλλη, είναι ο απωθημένος παιδικός πόνος από την ανεκπλήρωτη ανάγκη οικογενειακής θαλπωρής, έχοντας μεγαλώσει με μια ψυχρή μητέρα που την έκανε να νιώθει ένοχη και χωρίς πατέρα. «Θυμάσαι πώς άρχισαν όλα αυτά;», θα την ρωτήσει η ψυχολόγος. Ναι, μπορεί να θυμόμαστε τα γεγονότα εκείνη την πρώτη φορά που κάτι ράγισε μέσα μας- θυμόμαστε, όμως, γιατί ερμηνεύσαμε με τόση βεβαιότητα την πρόθεση του άλλου, πώς η σκέψη μας δεσμεύτηκε σ’ αυτήν τη βεβαιότητα, ότι ακούγαμε τα λόγια και τις εξηγήσεις του χωρίς να μας αγγίζουν, πώς το γνώριμο ψυχικό μοτίβο των σχέσεών μας ξανάριχνε βαριά τη σκιά του κατακλύζοντάς μας με την πεποίθηση ότι κι αυτή η σχέση θα ακολουθούσε τον γνωστό μονόδρομο της διάψευσης ή της ανεπάρκειάς μας; Και, επικεντρώνοντας στον χαρακτήρα της Μαρία, λες και η πορεία τής σχέσης της εξαρτάται αποκλειστικά από την ίδια, αναρωτιόμαστε γιατί καταφεύγει στην ψυχανάλυση: γιατί αναζητούμε, γιατί αγωνιούμε, άραγε για να πάψουμε να μας ορίζει το τραύμα και να αφηνόμαστε στο «εμείς» ή μόνο για την αυτοβελτίωσή μας ώστε ενδυναμώνοντας την αυτό-εικόνα μας, να απωθούμε αποτελεσματικά τον φόβο της απόρριψης, να ενισχύουμε τον ναρκισσισμό μας πιστεύοντας ότι έχουμε την αποκλειστική ευθύνη της σωτηρίας ή της καταστροφής των σχέσεών μας;
Η κάμερα στο χέρι συντονίζεται με τον ψυχισμό της Μαρία στις σκηνές τής εσωτερικής της αναταραχής και η Χέλγκα Γκούρεν με το βλέμμα, τις χειρονομίες, τις ανεπαίσθητες συσπάσεις των χειλιών σηκώνει την ταινία στις πλάτες της, μεταδίδοντας την απελπισμένη προσπάθεια να ισορροπήσει ανάμεσα στη σωστά υπολογισμένη δόση θυμού κάθε φορά και την απώθηση όλου του υπολοίπου, πασχίζοντας να υπερβεί τη διαπαιδαγώγησή της ενόσω συντρίβεται εσωτερικά- την καταστολή του θυμού που μαθαίνει τα παιδιά να αρνούνται τον εαυτό τους, με αποτέλεσμα να αισθάνονται ανίσχυροι ως ενήλικες… Είναι κρίμα που η ταινία αρκείται στην αναπαράσταση γνώριμων συγκρούσεων αφήνοντας μετέωρα τα ερωτήματα που θέτει- λείπει μια σταγόνα, έστω, Μπεργκμανικού σπαραγμού για επίγνωση- ενώ η αφύπνιση από την ψυχανάλυση, συμβαίνει μόνο σε σεναριακό επίπεδο μέσα από μια επιφανειακή απεικόνιση όπου οι ερωτήσεις περισσότερο καθοδηγούν παρά επιτρέπουν στον «ασθενή» να μιλήσει, να συνειδητοποιεί αποκαλύπτοντας κι ακούγοντας τον εαυτό του για πρώτη φορά. Οι χαρακτηριστικές σκηνές της συμφιλίωσης που επιτυγχάνει η Μαρία, με τους άλλους και τον εαυτό της, με πάθος μάλιστα δηλώνοντας ότι «αγαπά πια τον εαυτό της», γκρεμίζουν ό,τι είχε χτιστεί, έστω και λειψά.