Αυτό το τίποτα
Είχαν θαμπώσει τα μάτια της πίσω από τα γυαλιά. Υπολογισμοί και μετρήσεις έτρεχαν στο μυαλό της. Την μπέρδευαν και τα μαλλιά, με απότομες κινήσεις τα έριχνε πάνω από τον ώμο της, πάνω στην άσπρη της ρόμπα. Η μυρωδιά του καφέ εναρμονιζόταν με τις μυρωδιές του εργαστηρίου, κάνοντας τον αγαπημένο χώρο ακόμα πιο οικείο. Οίστρος επιστημονικός.
Στο ραδιόφωνο όλες οι εκπομπές αφιερωμένες στην ποίηση. Παγκόσμια ημέρα. Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό της, λίγο ειρωνικό. Έχει καταντήσει λιγάκι αστείο, κάπως γραφικό αυτό με τις παγκόσμιες μέρες, σκέφτηκε. Διάβαζε και η ίδια ποίηση, αραιά και πού, αλλά αυστηρή καθώς ήταν με τον εαυτό της, δεν μπορούσε να μην παραδεχθεί πως αυτό το απροσδιόριστο, το μη ορισμένο της ποίησης όσο να πεις την ενοχλούσε. Επιστήμονας εκείνη, αναγνωρισμένη στον κλάδο της, με τη χημεία ερωτευμένη και με σκέψη θετική, την θύμωνε η αδυναμία της να κατανοήσει αυτό το λογοτεχνικό είδος. Είχε ακούσει γνώστες και ειδικούς του αντικειμένου να λένε πως γεννά συναισθήματα. Κάποτε έντονα. Πως αναβιώνει αναμνήσεις. Πώς είναι μια έκφραση του ωραίου. Μια απελευθέρωση της φαντασίας. Μια άλλη του κόσμου εκδοχή. Αλλά μπροστά στην επιστήμη της, στο θαύμα του μυαλού και της γνώσης αλλά και στη γειωμένη τη σκληρή πραγματικότητα η ποίηση έμοιαζε λίγο χαμένος χρόνος.
Το πείραμα εξελισσόταν μπροστά της και ο υπολογιστής σε αναμονή των αποτελεσμάτων. Όλα πήγαιναν όπως τα είχε προγραμματίσει. Αλλά ο Ελύτης επέμενε απ΄ το ραδιόφωνο με παράπονο, πως πάντα θα ’ναι αργά. Ο Βρεττάκος ισχυριζόταν πως η συνείδηση είναι το βάθος του ανθρώπου κι η αγάπη το πλάτος του. Ο Σεφέρης με τη βαθιά του άρθρωση προέτρεπε να αναζητήσουμε τον άνθρωπο όπου κι αν βρίσκεται, ο Λειβαδίτης την έθετε μπροστά στις ευθύνες της για αυτή την ανθρωπιά και ο Χριστιανόπουλος επειγόταν την ώρα εκείνη, ει δυνατόν, να της δείξει την πιο βαθιά πληγή του.
Χτύπησε το τηλέφωνο. Μια άλλη φωνή εκεί, αγαπημένη. Μια φωνή που μετά από τόσο καιρό εξακολουθούσε να την ανατριχιάζει όπως την πρώτη φορά. Κοίταξε το ρολόι. Πώς είχε ξεχαστεί έτσι; Πάλι θα αργούσε κι ας περίμενε με λαχτάρα τη συνάντηση. Μάζεψε όπως όπως, με κινήσεις γρήγορες, και έτρεξε να τον βρει.
Στα στενά σοκάκια της Πλάκας άπλωνε όπως πάντα η άνοιξη χρώματα και ευωδιές και έφτιαχνε μια βραδιά γλυκιά και φεγγαρόλουστη. Το μικροσκοπικό σιδερένιο τραπεζάκι, πολυκαιρισμένο και ξεβαμμένο μπροστά τους, τους προσκαλούσε με ζεστασιά να καθίσουν αντικριστά στις καρέκλες του. Δίπλα από τον πέτρινο τοίχο, άνθιζε δειλά ένα γιασεμί. Κρασί και για τους δυο κι ένα μπολάκι πατατάκια κάθισαν να μοιραστούν κάτω από τους ήχους βιολιού, από κάποιο μουσικό του δρόμου μάλλον. Κόσμος τριγύρω απολάμβανε τη βραδιά κουβεντιάζοντας και γελώντας.
Περνούσε η ώρα με λόγια και σμίξιμο των ψυχών. Έσκυψε εκείνος τότε ξαφνικά προς το μέρος της, χαμογελώντας πέρα από τα χείλη, κοιτώντας την κατευθείαν στης ψυχή της τα βάθη, λες και προσπαθούσε να αλιεύσει ό,τι καλά κρυμμένο βρισκόταν εκεί. «Με αγαπάς;» τη ρώτησε ψιθυριστά. Σκίρτησε εκείνη, ανατρίχιασε. «Πολύ», ψέλλισε. Είχε μέσα της χαρά. Πολλή χαρά. Τότε κατάλαβε ποίηση τι θα πει. Πως είναι βάθος κι αλήθεια και φως ανέσπερο. Πως είναι αυτό το τίποτα, που κάνει όμως τον παράδεισο. Αυτή η γεύση τρικυμίας στα χείλη.
Από το πίσω τραπέζι, με το ναυτικό του καπέλο, της χαμογελούσε ο Ελύτης.