“Bad Timing”. Η παράφορη ασθένεια του έρωτα
Bad Timing (1980)
Ελληνικός τίτλος: Η Δύναμη Της Σάρκας
Σκηνοθεσία: Nicolas Roeg
Ηθοποιοί: Art Garfunkel, Theresa Russell, Harvey Keitel, Denholm Elliot
Advertisement
* Με αφορμή τον πρόσφατο θάνατο του Βρετανού σκηνοθέτη Νίκολας Ρεγκ στις 23 Νοεμβρίου 2018
Στη Βιέννη, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, κάτω από τη σκιά των πινάκων του Γκούσταβ Κλιμτ και του Έγκον Σίλε, η νεαρή φοιτήτρια Μιλένα μεταφέρεται στο νοσοκομείο σε κωματώδη κατάσταση έπειτα από μία, κατά τα φαινόμενα, απόπειρα αυτοκτονίας. Ο αστυνομικός επιθεωρητής Νετουσίλ που αναλαμβάνει την υπόθεση, υποψιάζεται πως ο φίλος της γυναίκας, ο καθηγητής ψυχανάλυσης Άλεξ Λίντεν δεν έχει καταθέσει όλη την αλήθεια για τα γεγονότα.
Δύο διαμετρικά αντίθετοι άνθρωποι: η γυναίκα, αν και πολύ πιο νέα ηλικιακά, εκφράζει ορμητικά την επιθυμία της και τον ερωτισμό της, θέλει να σαρώσει κάθε εμπόδιο. Ψάχνει την ολοκλήρωσή της μέσα από το ταίριαγμα με μεγαλύτερους σε ηλικία άντρες, επιθυμώντας ασυνείδητα την καθοδήγησή τους, τη σοφία τους μέσα από τη μεγαλύτερη εμπειρία τους που έχει τόση ανάγκη στη σχεδόν αυτοκαταστροφική ορμή της. Όμως ο άντρας είναι διανοούμενος και συγκρατημένος, στα όρια της θωράκισης ώστε να κρύβει τη βαθιά ανασφάλειά του, είναι ψυχαναλυτής κι ερμηνεύει και μελετά με μιαν εντομολογικής φύσης ηδονή την ερωμένη του, επιδιώκοντας τον έλεγχό της, την κατοχή της, καταφέρνοντας, όπως πάντα, να επιβληθεί στην έλξη του από την ατίθαση έκφραση της σεξουαλικότητάς της.
Ο αστυνομικός που αναλαμβάνει να εξιχνιάσει την απόπειρα αυτοκτονίας της γυναίκας, ανασυνθέτει σχεδόν διαισθητικά τα γεγονότα, ταυτιζόμενος σχεδόν αμέσως με τον ψυχαναλυτή, σαν την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος: η ψυχανάλυση, όπως κι η αστυνομία, είχε φτάσει σ’ ένα όριο, είχε καταλήξει εκείνη την εποχή να χρησιμοποιείται σαν ένα εργαλείο ελέγχου των συμπεριφορών των ανθρώπων, σε μια εκσυγχρονισμένη εκδοχή της πατριαρχίας. Τι πικρή ειρωνεία, στην πατρίδα του Φρόυντ, εκεί όπου κάποτε αυτός ο πρωτοπόρος ψυχαναλυτής προσπάθησε να ρίξει φως στα σκοτάδια της ανθρώπινης ψυχής, 40 χρόνια μετά, μια νέα γυναίκα αγωνίζεται να προσφέρει μια γεύση απελευθέρωσης σ’ έναν μαθητή του Φρόυντ, σ’ έναν θεωρητικά κληρονόμο του λόγου του.
Αυτός ο κακός συγχρονισμός ανάμεσά τους (“Bad timing”), οδηγεί τη γυναίκα στη σταδιακή απώλεια της λογικής, της αυτοπεποίθησής της και στην απόπειρα αυτοκτονίας. Χαροπαλεύει, σαν συνέπεια του κακού συγχρονισμού ανάμεσα στα στάδια της ψυχικής τους εξέλιξης και στις ανάγκες τους που επικαλύπτουν αυτά που θέλει να μοιραστεί εναγωνίως ο ένας με τον τον άλλον: τα σκοτάδια τους, την ανάγκη για μια άνευ όρων εμπιστοσύνη του ενός με τον άλλον, την αμοιβαία και κοινή λύτρωση.
Όμως ο ανθρώπινος νους έχει εκπαιδευθεί να φοβάται, να παραλύει μπροστά σ’ αυτήν την προοπτική όταν αυτή ξανοίγεται μπροστά του. Τότε είναι που αρχίζει να κυριαρχεί η επιθυμία της επιβολής, ν’ ακολουθεί η χρήση βίας, ψυχολογικά και σωματικά. Και να καταλήγει στο βιασμό μιας λιπόθυμης, ημιθανούς γυναίκας και στην αντίστοιχη κορύφωση της ηδονής για το τρομαγμένο αρσενικό των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών, σαν την ολοκλήρωση της κατάκτησής του.
Ο Ρεγκ ανακατεύει τους χρόνους, το παρόν και το παρελθόν, μέσω του μοντάζ σ’ ένα δεξιοτεχνικό παζλ, με τα θραύσματα της αφήγησης να συνθέτουν σιγά σιγά την ιστορία και την ατμόσφαιρα της σχέσης τους. Οι βασανιστικές αλήθειες δραπετεύουν μέσα από τις στιγμιαίες ρωγμές της λογικής μας, πριν αυτή προλάβει να κυριαρχήσει, να συσκοτίσει, να δικαιολογήσει. Η έκρηξη του τρελού πάθους και του ασυνείδητου τρόμου που προκαλεί μια τέτοια ακραία κατάσταση, η καταστροφική έλξη ανάμεσα σε δύο διαμετρικά αντίθετα πλάσματα, όπου το ένα τολμάει αλλά δεν μπορεί μόνο του και το άλλο φοβάται, όχι μόνο περιγράφεται παρά μεταδίδεται με μοναδικά ιδιοσυγκρασιακό τρόπο στον κινηματογράφο.
Η θέαση της ταινίας είναι στιγμές ανυπόφορη: είναι βασανιστικό ν’ απεικονίζονται μπροστά στα μάτια μας οι απωθημένες πτυχές μας, οι κρυμμένες αλήθειες μας, ο φόβος μας για αυτό που είμαστε και γι’ αυτό που μπορούμε να αλλάξουμε χωρίς όμως να το θέλουμε πια. Αν μας φαίνεται «άρρωστη» αυτή η μεγάλη ταινία, είναι γιατί γίνεται ο καθρέφτης της άρρωστης εσωτερικής μας δομής. Ο χαρακτηρισμός της ως «άρρωστη» γίνεται το καταφύγιό μας.
Advertisement
Advertisement