Διάγνωση: Σωματοποίηση χρόνιου κενού

Και ήρθε εκείνη η μέρα που δεν μας έμεινε τίποτα πια.
Γέμισε το μέσα μας αναπάντητα γιατί και ληξιπρόθεσμα θέλω.
Κάτι τελευταία απομεινάρια ζωής, που τα φυλάγαμε για τις δύσκολες φούνταραν από παράθυρα αστικών λεωφορείων και τραυματίστηκαν ανεπανόρθωτα στις προθήκες για διαφημιζόμενους.
Λέγαμε πως είχαμε κάτι όνειρα που φώναζαν δυνατά μα βούλιαξαν άδοξα στους κενούς φωταγωγούς της αστικής μιζέριας.
Και κρυφτήκαμε, κρυφτήκαμε καλά μας το αναγνωρίζω.
Αμέτρητες κρίσεις πανικού και ύπουλες ταχυπαλμίες κάτω από καταναλωτικά χαρούμενες μέρες.
Χρόνια μας ξεγελάγαμε. Κραδαίναμε ηλίθια τη σημαία του άνιωθου να μουδιάσουμε έναν εαυτό εκουσίως ακρωτηριασμένο.
Περιφέραμε υπερήφανα τη μοιραία θλίψη του ανούσιου σε μουδιασμένα άκρα, με το καλά καρφιτσωμένο χαμόγελο του κοινωνικού.
Και ήρθε εκείνη μέρα που δεν μας έμεινε τίποτα.
Τίποτα πια, και ας μην ντραπούμε να το πούμε.
Μια χάρη μόνο, ψάξτε τις τσέπες σας, ένα μπερδεμένο κουβάρι με λέξεις στοιχηματίζω κρύβεται σε κάθε σχισμή σε κάθε εσοχή, σε κάθε γαμημένο αποκοιμισμένο κύτταρο.
Είμαστε όλοι, εκείνοι που δεν τους έμεινε τίποτα.
Είμαστε απλά ένα μπερδεμένο κουβάρι βουβαμένες λέξεις.
Κρύβουμε στις τσέπες μας, άπειρα αποθέματα απ το μαζικότερο όπλο που είχαμε ποτέ.
Και είναι αυτό το καταραμένο που μας μοιάζει τίποτα, ότι δυνατότερο μας έχει συμβεί μέχρι τώρα.