«Έχω δικαίωμα να ζήσω» του Φριτς Λανγκ – Η κοινωνία που στιγματίζει και δεν επανεντάσσει τους τέως κατάδικους
“Έχω δικαίωμα να ζήσω” (“You only live once”).
Σκηνοθεσία: Φριτς Λανγκ.
Πρωταγωνιστούν: Σίλβια Σίντνεϊ, Χένρι Φόντα.
ΗΠΑ, 1937.
“Επιχείρηση έχω, όχι αναμορφωτήριο”: ο επιχειρηματίας πιστεύει ότι βάζει τον Έντι στη θέση του, πιστεύει, όπως οι περισσότεροι, ότι η θέση του είναι στη “στενή”. Με πρόσχημα την αργοπορημένη άφιξή του, απολύει τον “φυλακόβιο” Έντι, αδιαφορώντας για τις εξηγήσεις του. Είναι πιθανό να σκεφτούμε ότι ο τρις φυλακισμένος Έντι δεν έπρεπε “να είχε δώσει δικαιώματα” καθώς έχουμε εσωτερικεύσει σαν αναπόφευκτη πραγματικότητα, την ανάγκη της προσαρμογής στο δίκαιο του ισχυρού που επικρατεί στις κοινωνίες μας (κι έχει καταστεί η ηθική των πολιτών). Επιπλέον, πιστεύουμε ότι ένας άνθρωπος με βεβαρυμένο ποινικό μητρώο οφείλει να αποδεικνύει ότι δίκαια τού δόθηκε η ευκαιρία να επανενταχθεί: αρνούμαστε να κατανοήσουμε ότι δεν πρόκειται για “ευκαιρία” ή “χάρη” παρά για καθήκον της κοινωνίας που διακηρύσσει ότι φυλακίζοντας, προετοιμάζει την επανένταξη και αποφυλακίζοντας, βεβαιώνει ότι ο τέως κατάδικος κρίνεται ικανός να ενσωματωθεί. Όμως, ποινικοποιώντας τις πράξεις χωρίς παράλληλη διερεύνηση της ηθικής αυτουργίας, ανάγοντάς τες σε μια ατομική ψυχοπαθολογία του δράστη κι απομονώνοντάς τον στη φυλακή, στιγματίζεται ως αποκλειστικά υπεύθυνος γι’ αυτές καθώς συσκοτίζονται οι ευθύνες μιας κοινωνίας θεσμοθετημένων ανισοτήτων στην προετοιμασία του εγκλήματος που διαπράττεται, όπως έλεγε ο Ουγκώ. Μέλος της πλειοψηφίας των πολιτών μιας τέτοιας κοινωνίας που σχηματίζει την “κοινή γνώμη”, ο επιχειρηματίας θεωρεί δεδομένη την ανικανότητα του Έντι να συνυπάρχει (διαφορετικά, δεν θα είχε φυλακιστεί, κατ’ αυτόν- κι όσοι τα καταφέρνουν, προφανώς είναι εξαιρέσεις): μια αυτοϊκανοποιητική ηθικολογία όπου το λευκό ποινικό μητρώο πιστοποιεί φαντασιακές ανωτερότητες, η παρέκκλιση από το πρότυπο της υπακοής στους νόμους αυτής της κοινωνίας, χαρακτηρίζεται ως αντικοινωνική, επικίνδυνη πράξη, ελπίζοντας κρυφά και καραδοκώντας για το επόμενο παράπτωμα ώστε να επιβεβαιώσει τις αρχικές επιφυλάξεις της και να εξοστρακίσει ξανά.
Ο Έντι είχε κλέψει ένα αυτοκίνητο για βόλτες, διέπραξε μια “διακεκριμένη κλοπή” και, την τρίτη φορά, οδηγούσε το αυτοκίνητο μιας επικίνδυνης σπείρας ληστών τραπεζών. Κι όμως, ο διευθυντής της φυλακής τον ενημερώνει ότι, βάσει του νόμου, η επόμενη φυλάκιση θα σημαίνει ισόβια καταδίκη. Είναι πιθανό να σκεφτούμε ότι του αξίζει σκληρή τιμωρία, πιστεύοντας ότι η παραβατική συμπεριφορά του (που, μάλιστα, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι κλιμακώνεται) θα τον οδηγήσει νομοτελειακά στην τέλεση ενός βαρύτερου εγκλήματος, χωρίς όμως να δίνουμε σημασία ότι τα ποινικά αδικήματά του δεν είναι βαριά, καθώς έχουμε εσωτερικεύσει το κυρίαρχο αφήγημα ότι η ατομική τιμωρία είναι η πιο αποτελεσματική μέθοδος πρόληψης και σωφρονισμού, πιστεύουμε ότι όσο σκληρότερη, τόσο αποτελεσματικότερη- ενώ, στην πραγματικότητα, τόσο πιο αναποτελεσματική.
Όταν η αστυνομία ανακαλύψει το καπέλο του Έντι στον τόπο μιας αιματηρής ληστείας, η ετυμηγορία είναι ήδη έτοιμη, τόσο της αστικής δικαιοσύνης όσο και της κοινής γνώμης (που η άποψή της έχει διαμορφωθεί από δέος για το κύρος της δικαιοσύνης, σαν μια θρησκευτικής φύσης πίστη στον θεσμό της), αδιαφορώντας για όσα ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος: η ενοχή του θεωρείται δεδομένη και η επιβολή της υψηλότερης μεμονωμένης ποινής, της θανατικής ποινής, κρίνεται ως η πρέπουσα. “Είναι δυνατόν να πάρω στα σοβαρά ένα δικαστήριο που τον καταδίκασε βάσει τού μητρώου του;”, λέει ο δημόσιος συνήγορος, φωνή βοώντος εν τη ερήμω του δικαστικού συστήματος των ΗΠΑ: είναι δυνατόν να επαρκεί ένα προσωπικό του αντικείμενο ώστε να ενοχοποιηθεί; Κι εμείς, ωστόσο, πιστεύουμε ότι ο Έντι είναι ένοχος και εκ των υστέρων αντιλαμβανόμαστε την προκατάληψή μας, ότι αγνοήσαμε σημαντικά γεγονότα (όπως ότι ο Έντι είχε αρνηθεί να ξανασυνεργαστεί με την παλιά εκείνη σπείρα). Φυσικά, δεν μας αγγίζει η απελπισμένη επιμονή του ότι είναι αθώος ούτε η οργή του προς το πλήθος που τον αποδοκιμάζει (“Πίθηκοι, διασκεδάζετε βλέπουν έναν αθώο να πεθαίνει”). Μπορούμε πια να κατανοήσουμε τι εννοούσε ο Έντι στην τελευταία αποφυλάκισή του, λέγοντας στον διευθυντή της φυλακής ότι θα τα καταφέρει “αν τον αφήσουν” ή στον ιερέα Ντόλαν ότι δεν μπορεί να είναι χαρούμενος.
Το 1937, είχαν περάσει μόλις 8 χρόνια από το “Μεγάλο κραχ” στις ΗΠΑ ενώ ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος απείχε μόλις 2 χρόνια. Ο Λανγκ, σοβαρά τραυματισμένος στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και πάσχοντας από νευρικές διαταραχές, είχε καταφύγει το 1934 στις ΗΠΑ από την πατρίδα του την Γερμανία μετά την απαγόρευση μιας ταινίας του από το ναζιστικό καθεστώς και την απόρριψη της πρότασης του Γκέμπελς να αναλάμβανε το Γερμανικό Κινηματογραφικό Ινστιτούτο ώστε να έθετε το ταλέντο του στην υπηρεσία της προπαγάνδας του ναζισμού. Εδώ, στηλιτεύει τη δικαιοσύνη και τον μικροαστισμό της κοινωνίας των ΗΠΑ που εξοστρακίζουν τον ήρωα της ταινίας του και τον ωθούν στην παρανομία καθώς προσπαθεί να σωθεί από την άδικη εκτέλεση. Σε μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία της κοινωνίας, ο Έντι, σαν τρομαγμένο ζώο πια, σκοτώνει τον ιερέα που εκτιμά (κουβαλώντας το σαν βάρος στη συνείδησή του), χωρίς, βέβαια, να του αναγνωρίζεται το ελαφρυντικό της απουσίας προμελέτης. Επιπλέον, ο Λανγκ επισημαίνει την αδυναμία της θρησκείας να συμβάλλει ουσιαστικά στον εξανθρωπισμό παρά τις ευγενείς προθέσεις της, ακόμα και με τους πιο αξιοπρεπείς εκπροσώπους της όπως ο ιερέας Ντόλαν, διακηρύσσοντας τη σωτηρία της ψυχής χωρίς όμως να την κατανοεί.
Μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο, ο Έντι και η Τζόαν δημιουργούν έναν δικό τους κόσμο όπου ο έρωτας εξανθρωπίζει. Η Τζόαν στέκεται στο πλευρό του ως το τέλος, επιλέγει να αποκοπεί από την κοινωνία και να στιγματιστεί, ο έρωτας δεν την τυφλώνει, αντίθετα ενισχύει την ιδεαλιστική μαχητικότητά της για το δίκαιο. Οι δύο ερωτευμένοι αντέχουν τις κακουχίες αναζητώντας έναν άλλον τόπο για μια καινούρια ζωή, κυνηγημένοι από την αστυνομία και περιφρονημένοι από την κοινωνία (είναι χαρακτηριστικό ότι όσοι τυχαίνουν να τους δουν, όχι μόνο ενημερώνουν τις αρχές, επιπλέον φορτώνουν χαιρέκακα στον Έντι ληστείες που δεν έχει κάνει), καταρρίπτουν στερεότυπα (η Τζόαν πίστευε τόσο στον θεσμό της δικαιοσύνης όσο και στη μεταφυσική επικράτηση του δικαίου) και κοινωνικούς ρόλους (ακόμα κι αυτόν του γονέα που θεωρείται ιερός), αισθάνονται δικαιωμένοι ακόμα κι όταν εξαντλούνται τα περιθώρια διαφυγής από μια άδικη, προδιαγεγραμμένη μοίρα. Για τον Λανγκ, ο έρωτας εμπνέει μια ηθική που εξευγενίζει κι απελευθερώνει, ακόμα κι όταν είναι ανεκπλήρωτος, όπως για τον προϊστάμενο της Τζόαν που είναι ερωτευμένος μαζί της αλλά δεν την εγκαταλείπει και συμπαραστέκεται έμπρακτα στο επικηρυγμένο ζευγάρι, διακινδυνεύοντας την επαγγελματική και κοινωνική του θέση ως δημόσιος συνήγορος.
Μικρή σημασία έχουν ορισμένες εύκολες λύσεις κι ανατροπές που προωθούν την πλοκή της ταινίας, μπροστά στη σαφήνεια και αμεσότητα των μηνυμάτων, θέτοντάς μας ενώπιος ενώπιον με τον εαυτό μας. Ο ρυθμός διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον μας, οι ασπρόμαυρες εξπρεσιονιστικές εικόνες, νυχτερινές, βροχερές, είναι υποβλητικές, οι ερμηνείες των Φόντα και Σίντνεϊ μεταδίδουν τις συναισθηματικές διακυμάνσεις του ερωτευμένου ζευγαριού. Απαισιόδοξη και, ταυτόχρονα, συγκινητική, είναι μια σπουδαία ταινία που όσα πραγματεύεται, παραμένουν επίκαιρα.