Εγχειρίδιον

Μια αρρώστια περίεργη μεγαλώνει στα λειψά μου σπλάχνα λίγο λίγο.
Φοβάμαι των ανθρώπων τα χέρια, αν είναι δυνατόν.
Κι όσο πάω και μαζεύομαι από δαύτα κι αποτραβιέμαι.
Ξεκίνησε τότε παλιά που σε ό,τι καινούριο άπλωνα μου λέγαν μη.
Μην πειράζεις αυτό, μην απλώνεις να πιάσεις το άλλο.
Κι έτσι φοβάμαι.
Φοβάμαι τα χέρια που χωρίς αντίσταση απλώνονται να πιάσουν μισοφαγωμένο μεροκάματο.
Τα χέρια που ‘μαθαν να λένε ευχαριστώ στην πείνα που λανσάρεται για μοίρα δεδομένη.
Φοβάμαι τα χέρια που σταυρώνονται μόνο για προσευχές σε άσπιλα εικονοστάσια, και γονατίζουν τόσο εύκολα στο ανίερο της κάθε μοιρολατρίας.
Φοβάμαι κάθε δάχτυλο που κουνήθηκε ποτέ για να διδάξει, κάθε λυσσασμένη προσταγή στο λογικό.
Φοβάμαι ακόμη, ίσως απ΄ όλα πιο πολύ κι εκείνα τα χέρια, που καρφώνονται σε σφιγμένα στόματα και ζητούν σιωπή.
Και δε θα απαλλαγώ ποτέ από τη ασθένεια το γνωρίζω.
Γιατί ποτέ μου δεν θα πειστώ να φοβηθώ τα χέρια που ‘μαθαν να σηκώνονται για κάθε ζωής το δίκιο.
Μα θα τρέμω για πάντα το υπόσχομαι, εκείνα τα χέρια που δεν έγιναν ποτέ γροθιά, που δεν πιάστηκαν ποτέ με άλλα χέρια.