«Είμαι η Κούβα» του Μιχαήλ Καλατόζοφ – Έκσταση, συγκίνηση, συναρπαστική εμπειρία της προεπαναστατικής Κούβας

“Είμαι η Κούβα” (Soy Cuba).
Σκηνοθεσία: Μιχαήλ Καλατόζοφ.
Πρωταγωνιστούν: Λουθ Μαρία Κογιάθο, Χοσέ Γκαγιάρντο, Σέρτζιο Κοριέρι, Λουίς Γκαρθία.
Συμπαραγωγή Κούβας και Σοβιετικής Ενωσης, 1964.
“Είμαι η Κούβα…”: εισάγει, υπογραμμίζει ή συνοψίζει μια γυναικεία φωνή, με θλιμμένη ιερατικότητα κάθε φορά. Είναι η ψυχή της Κούβας που αφηγείται ιστορίες εκμετάλλευσης κι αντίστασης στα τελευταία προεπαναστατικά της χρόνια.
Ήταν η Κούβα της εκποίησης της δημόσιας περιουσίας σε επιχειρήσεις των ΗΠΑ, του ξεπλύματος χρήματος, της εύνοιας προς τα εύπορα κοινωνικά στρώματα. Ήταν τα χρόνια της δικτατορίας του Μπατίστα με τη στήριξη του υπερσύγχρονου οπλισμού των ΗΠΑ για την αντιμετώπιση των ανταρτών του Φιντέλ Κάστρο, όταν όλο και περισσότεροι πολίτες με “χέρια συνηθισμένα να σπέρνουν” ώστε να καρπώνονται οι λίγοι, έπαιρναν τα όπλα, “όχι να σκοτώσουν παρά να προστατέψουν το μέλλον τους”, όταν πύκνωναν οι αντικαθεστωτικές διαμαρτυρίες, όταν όλο και περισσότεροι φοιτητές εντάσσονταν στο αντιστασιακό κίνημα και τύπωναν παράνομα φυλλάδια, διαψεύδοντας τις κρατικές εφημερίδες για τον θάνατο του Κάστρο. Τότε που όσοι συλλαμβάνονταν, απαντούσαν: “Είμαι ο Φιντέλ”, όταν “στο όνομα της δικαιοσύνης, πέθαινε ένας και ξεσηκώνονταν χιλιάδες”, αντιδρώντας στις όλο και περισσότερες δολοφονίες του καθεστώτος κατά τους επιθανάτιους σπασμούς του. Είναι το ποτάμι της Ιστορίας που δεν γυρίζει πίσω όταν οι άνθρωποι παύουν να είναι παθητικά πολιτικά αντικείμενα, συνασπίζονται με το όραμα της οικοδόμησης ενός νέου, δίκαιου κόσμου ώστε να επαναστατήσουν κατακαίγοντας τους θεσμούς της παλιάς κοινωνίας σαν μια ακατάβλητη φυσική δύναμη.
Ήταν η Κούβα των τεράστιων ξενοδοχείων-καζίνο όπου οι ευκατάστατοι Αμερικανοί τουρίστες απολάμβαναν την απαστράπτουσα επιφάνεια του νησιού, “της ομορφότερης χώρας που αντίκρισαν μάτια ανθρώπου”, όπως είχε αναφέρει ο Κολόμβος ενώ έκλεβε τη ζάχαρή της, “αφήνοντας δάκρυα στο νησί που τα φύλλα των φοινικόδεντρων είχαν υποδεχτεί χαρούμενα τα πανιά των πλοίων του”. Είναι ο τουρισμός που πληρώνει ώστε να αποκλείει από το οπτικό πεδίο και να εκλαμβάνεται ως πραγματικότητα μονάχα ό,τι απομένει εντός του, που κινείται εντός ασφαλών ορίων, και οι Αμερικανοί τουρίστες στην Κούβα αγνοούσαν τη φτώχεια του μεγαλύτερου μέρους του ντόπιου πληθυσμού- και την ευθύνη της πατρίδας τους γι’ αυτήν. Κι αν τύχαινε να βρεθούν στις περιοχές των αόρατων Κουβανών, αναζητώντας φωτογενείς εικόνες εξωτισμού ή ορμώμενοι από ένα αφ’ υψηλού ανθρωπολογικό ενδιαφέρον, απέστρεφαν τρομαγμένοι το βλέμμα τους από τους καχεκτικούς ηλικιωμένους με τα στωικά βλέμματα και τα μιλιούνια των παιδιών που ζητούσαν επίμονα ένα πέσο. Ήταν η Κούβα όπου φτωχές γυναίκες της, ντυμένες με ακριβά λευκά φορέματα στα κλαμπ της κονσομασιόν, αναγκασμένες θα ‘λεγες να φορούν επαγγελματική στολή, πουλούσαν το σώμα τους στους Αμερικανούς τουρίστες που απολάμβαναν τον γυναικείο χορό ως αξιοθέατα φολκλορικό, ως πυρετικά ερωτικό, αδιαφορώντας για την πνιγμένη κραυγή που συσπούσε αυτά τα σώματα, που τις ωθούσε να συστήνονται με ψεύτικα ονόματα, αλλάζοντας θαρρείς ταυτότητα ώστε να αντέχουν το ξένο, αντρικό, κατακτητικό σώμα, διαφυλάσσοντας ανέγγιχτες τις αληθινές τους εαυτές. Ήταν η Κούβα που “ο χυμός των φοινικόδεντρων είχε αίμα”, όταν οι ντόπιοι τσιφλικάδες πουλούσαν τα στρέμματά τους στην περιβόητη αμερικανική εταιρεία “United Fruit Company” και οι αγρότες που όλη τους τη ζωή δούλευαν για ένα κομμάτι ψωμί κι έμεναν πια άστεγοι, άνεργοι και χρεωμένοι, κατέφευγαν σε μια ζωτική έως θανάτου ατομική εξέγερση, σε μια εξόδιο πράξη τιμωρίας των αφεντικών τους και, ταυτόχρονα, του ηττημένου τους εαυτού. Η ζωή βιώνεται “χειρότερα κι από τον θάνατο” όταν οι άνθρωποι δεν συνασπίζονται ώστε να επαναστατήσουν ενάντια στις κοινωνίες ανισοτήτων.
Το 1964, είχαν περάσει πέντε χρόνια μετά την επικράτηση του Κάστρο, τρία μετά τον “Κόλπο των Χοίρων” και δύο μετά την “Κρίση των πυραύλων της Κούβας”.
Σ’ αυτήν την περίοδο, οι αρχές της Κούβας και της ΕΣΣΔ θέλησαν να γιορτάσουν κινηματογραφικά την Κουβανική Επανάσταση, συμπράττοντας σε μια ταινία που της προσάπτεται προπαγανδιστική σκοπιμότητα. Βέβαια, οι χαρακτήρες της ταινίας είναι αβαθείς δραματουργικά, η αντίθεση ανάμεσα στους “κακούς” Αμερικανούς και τους “καλούς” Κουβανούς γίνεται κραυγαλέα, η απουσία εκδικητικότητας απεικονίζεται ως ακατάλυτο στοιχείο της επαναστατικής ηθικής (ένας φοιτητής, αυτονομούμενος από τις οδηγίες του κινήματος, αποφασίζει να σκοτώσει έναν κτηνώδη αστυνομικό αλλά οι ηθικές αναστολές του διογκώνονται στο άκουσμα της μελαγχολικής μελωδίας ενός τυφλού βιολιστή του δρόμου- μεταδίδοντάς μας σπαρακτικά την εσωτερική του πάλη- και, τελικά, λυγίζει βλέποντάς τον με τα παιδιά του), η κάμψη των αμφιβολιών για το ηθικό της ένοπλης δράσης απεικονίζεται ως αποτέλεσμα μιας νομοτελειακά επαναστατικής επιφοίτησης (όπως στη μεταμόρφωση του ειρηνιστή αγρότη σε φλογερό μαχητή). Όμως, η πρόθεση της συναισθηματικής χειραγώγησης αποδυναμώνεται καθώς η ταινία πάλλεται από λυρισμό, σφύζει από επαναστατική ορμή, μεταδίδει την πίστη σ’ ένα μέλλον που πρέπει να αρχίζει τώρα.
Η αεικίνητη κάμερα στο χέρι άλλοτε εφορμά ευφρόσυνα κι άλλοτε στροβιλίζεται απελπισμένα, ανοίγει το βάθος πεδίου και το ξανακλείνει σε μία στιγμή, συντροφεύει τους ήρωες, γίνεται η ίδια χαρακτήρας της ταινίας εκφράζοντας τον αναβρασμό της Κουβανικής ψυχής, θαρρείς μεταδίδοντας το καρδιοχτύπι για τη μεγάλη ώρα. Αυτή η εποχή που κυοφορούσε μια μεγάλη αλλαγή, απεικονίζεται με μια πρωτόγνωρα πυρετώδη, ποιητική, επική αισθητική: οξυμμένα, παραληρηματικά, σχεδόν παραισθητικά, με τα έντονα κοντράστ, το αιθέριο ασπρόμαυρο, παραμορφωτικούς φακούς, απότομα κοψίματα ανάμεσα στα μεγάλα σε διάρκεια πλάνα ευμάρειας και ένδειας, την εναλλαγή πλάνων όπου ανοίγεται το βάθος πεδίου κι όπου το περιβάλλον ελαχιστοποιείται, τις λήψεις από χαμηλά που μεγαλώνουν το ηθικό ανάστημα ή εκφράζουν τη συσσωρευμένη οργή που θέλει να ξεσπάσει, την κάμερα που πηγαινοέρχεται όλο και πιο μανιασμένα, συντονισμένα με τη μάταιη προσπάθεια ενός ανθρώπου να καταστρέψει τη γη που δούλευε και θα πέσει στα χέρια των κερδοσκοπικών πολυεθνικών που ανεβοκατέβαζαν κυβερνήσεις στη Λατινική Αμερική (κάπου αλλού, την ίδια ώρα, τα παιδιά του ξοδεύουν το μοναδικό τους πέσο παραγγέλνοντας κόκα κόλα- νύξη, άραγε, περί απουσίας πολιτικής συνείδησης της προεπαναστατικής νεολαίας μακριά από τις πόλεις, για τις δυσκολίες ενστερνισμού μιας νέας συνείδησης τον πρώτο καιρό μετά την Επανάσταση;). Αυτή η εκθαμβωτική, μοντερνιστική φόρμα σε επαφή με το επαναστατικό μήνυμα, περιέχει εκπληκτικές λήψεις που προκαλούν θαυμασμό κι απορία για τον τρόπο που επιτεύχθηκαν, με αποκορύφωμα το διάσημο μονοπλάνο όπου η κάμερα συνοδεύει το πλήθος στην κηδεία ενός φοιτητή δολοφονημένου από την αστυνομία, απογειώνεται πάνω από την πομπή, σκαρφαλώνει θα ‘λεγες σ’ ένα εργοστάσιο πούρων, μπαίνει από το παράθυρο σε μία αίθουσα, ακολουθεί τους εργάτες που θα ξεδιπλώσουν σημαία της Κούβας σαν χαιρετισμό στο πλήθος, συνεχίζει τη διαδρομή της στον αέρα, ιπτάμενη τελετουργικά πάνω από τη νεκρώσιμη ακολουθία!
Η ανάσα μας κόβεται, αισθανόμαστε έκσταση, συγκίνηση, βιώνουμε μια συναρπαστική εμπειρία!
(Κι όμως, ούτε η Κούβα ούτε η Σοβιετική Ένωση έμειναν ικανοποιημένες: οι Κουβανικές αρχές έκριναν την οπτική της ταινίας ως στερεοτυπική για τον λαό τους και οι Σοβιετικές, ότι δόθηκε μεγαλύτερη βαρύτητα στο αισθητικό πεδίο παρά στο ιδεολογικό. Οι προβολές ήταν λίγες και διακόπηκαν σύντομα. Μέχρι που το 1992, βρέθηκε μία από τις ελάχιστες κόπιες που είχαν απομείνει και προβλήθηκε σ’ ένα αφιέρωμα στον Καλατόζοφ, σηματοδοτώντας τη θριαμβευτική αποκατάστασή της).