«Εκκλησιάζουσες, Μια Κωμωδία» – Μια κακή ηδονοθηρική επιθεώρηση από τον Λουκά Θάνο και το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας
Το έτος 404 π.Χ. η υπεροπλία των Σπαρτιατών προκάλεσε την αναμενόμενη ήττα των Αθηναίων. Η βαριά ατμόσφαιρα και η αβεβαιότητα επικρατούσε σε ολόκληρη την Ελλάδα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα πολλοί Έλληνες να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην Περσία. Έτσι, στις Αρχές του 4ου αιώνα π.Χ τα νήματα της πολιτικής δεν κινούνταν από την Ελλάδα αλλά από την Περσία.
Την περίοδο αυτή (μάλλον το 392 π.Χ.) παρουσιάστηκαν στην Αθήνα οι Εκκλησιάζουσες του Αριστοφάνη, που αποτελούν έκφραση της συγκεχυμένης κατάστασης που είχε περιέλθει η Αθήνα. Στις Εκκλησιάζουσες κεντρική ηρωίδα είναι η Πραξαγόρα (αυτή που δρα στην αγορά)· και παρουσιάζει στις γυναίκες φίλες της, τη δεινή κατάσταση της πόλης, καθώς και το σχέδιό της να εκχωρήσει σε όλες τις γυναίκες της Αθήνας την εξουσία της πόλης. Παράλληλα, προβάλλει ως επιχειρήματα την καλή διαχείριση των σπιτιών από της γυναίκες. Ξαφνικά, εμφανίζεται στη σκηνή ο άντρας της ο Βλέπυρος και σε ένα διάλογο με τον φίλο του Χρέμη, αποκαλύπτει όλες τις ατασθαλίες της αντρικής διοίκησης. Ενώ ο Χρέμης του αναφέρει πως κάποιοι νέοι που δεν τους είχε ξαναδεί (οι γυναίκες τους ντυμένες άντρες) έδωσαν την εξουσία στις γυναίκες. Στην επόμενη σκηνή επανεμφανίζεται η Πραξαγόρα που προχωρά σε προγραμματικές δηλώσεις (σε τρεις διαδοχικές σκηνές) και εκφράζει απόψεις περί κοινοκτημοσύνης και σεξουαλικής ισότητας.
Στο Δημοτικό Θέατρο Απόλλων στην Πάτρα, παρουσιάζεται το έργο «Εκκλησιάζουσες μια κωμωδία» σε σκηνοθεσία του καλλιτεχνικού Διευθυντή του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας, Λουκά Θάνου. Όπως αναφέρεται από την παραγωγή: «Η παράσταση βασίζεται στην ομώνυμη κωμωδία του Αριστοφάνη, από την μετάφραση του Κώστα Ταχτσή. Το έργο έχει διανθιστεί με τραγούδια και κείμενα του Ιάκωβου Καμπανέλλη και του Λουκά Θάνου». Τα ερωτήματα όμως που προκύπτουν, τελικά, είναι πόσο Αριστοφάνη και πόσο Καμπανέλη περιέχουν οι «Εκκλησιάζουσες μια κωμωδία» του Λουκά Θάνου; Είναι ένα χορόδραμα ή ένα θεατρικό; Μια κωμωδία ή μια πολύ κακή επιθεώρηση;
Ο Λουκάς Θάνος, λοιπόν, «πήρε» το αρχαίο κείμενο και το «φόρτωσε» με μπαλέτο και μουσικά show εν είδει οπερέτας, τα οποία διέκοπταν και αποπροσανατόλιζαν από τη συνοχή του κειμένου. Παρουσίασε ξεπερασμένες «κιτς» ιδέες στο χορό ενώ ένα κατά φύσιν φεμινιστικό κείμενο, κατάφερε να το μετατρέψει σε μια ηδονοθηρική επιθεώρηση, σαν αυτές που παρουσιάζει ο Μάρκος Σεφερλής, χωρίς καθόλου σατιρικό στοιχείο αλλά διατηρώντας το σεξιστικό. Συγκεκριμένα οι γυναίκες παρουσιάζονται στη σκηνή σαν «λιγούρια» που τρέχουν να γευτούν τη χαρά του έρωτα καλλίγραμμων αντρών υπακούοντας σε κατώτερα ένστικτα, ενώ οι άντρες εμφανίζονται στη σκηνή με τζιν, άσπρο φανελάκι και άσπρο σακάκι όπως εμφανίστηκε ο Σάκης Ρουβάς στη Eurovision. Ο ηδονοθηρικός πυρήνας ολόκληρης της παράστασης αντέκοβε την όποια διάθεση για αισθητική πλήρωση. Χαρακτηριστικό της αισθητικής αλλά και της ποιότητας του έργου είναι και το ομοφοβικό σχόλιο που ακούστηκε «ποιος θέλει να έχει για γιο μια κουνιστή» (στο πρωτότυπο εἰ σε φιλήσειεν Ἀρίστυλλος φάσκων αύτοῦ πατέρ΄ εἶναι) συνοδευόμενο από ένα χορευτή ντυμένο χανούμισσα να λικνίζεται.
Το έργο «Εκκλησιάζουσες μια κωμωδία» παρουσιάστηκε με μεγάλα σκηνοθετικά ελλείμματα και ασυνέχειες με αποτέλεσμα να μην διακρίνεται καθόλου σκηνοθετική καθαρότητα. Το έργο ήταν δραματουργικά ανεπεξέργαστο, καθώς ο Λουκάς Θάνος σκηνοθετικά πόνταρε στην εμπειρία των πολύ καλών ηθοποιών, μη λαμβάνοντας υπόψιν του τρία βασικά σημεία:
α) Την εποχή που ανέβασε ο Αριστοφάνης το συγκεκριμένο έργο, το οποίο ανήκει στη μέση κωμωδία, γινόταν μετάβαση στη νέα κωμωδία. Κάτι που σημαίνει πως ο χορός μειωνόταν και σχεδόν είχε εξαλειφθεί σε σχέση με 20 χρόνια νωρίτερα. Δεν μπαίνουμε καν στον κόπο να αναλύσουμε το πνίγος και το αντιπνίγος που δεν υπήρχαν καθόλου στο έργο.
β) Η δραματική γραμματική του Καμπανέλλη θέλει πολλά πρόσωπα(ηθοποιούς) ως ήρωες στη σκηνή κατά τη διάρκεια της εξέλιξης, κάτι που ο Λουκάς Θάνος αγνόησε τελείως.
γ) Το τρίτο σημείο είναι η απο-αισθητικοποίηση του αρχαίου έργου, στην προσπάθεια να δημιουργηθεί η επιθεωρησιακού τύπου οπερέτα· με τον χορό να μειώνει την αισθητική αξία του κειμένου και των ηθοποιών και να υποσκελίζει διαβρδωσιγενώς την ατμόσφαιρα μπαίνοντας εμβόλιμα στην πλοκή, με αποτέλεσμα να παρουσιάζονται δυο ασύνδετα έργα ένα χορόδραμα και ένα θεατρικό.
Στο υποκριτικό κομμάτι ο Βασίλης Κόκκαλης (ως Βλέπυρος) και ο Μίλτος Νίκας (ως Χρέμης) αποτέλεσαν όαση στην όλη ατμόσφαιρα, βγάζοντας υποκριτική δεινότητα και την ενέργεια που θα απαιτούσε μια ξεκάθαρη παράσταση των Εκκλησιαζουσών επιδεικνύοντας την πείρα τους και την ενσυναίσθηση των ρόλων που έπαιξαν. Επίσης, η Ανδριάνα Χαλκίδη (ως πραξαγόρα) πήρε πάνω της την πλοκή με εξαιρετική απόδοση ψυχολογικού ρεαλισμού, ώστε να προσφερθεί κάποια συνέχεια σε αυτό που βλέπαμε, υποβοηθούμενη από την Έφη Κιτσαντα (ως Α΄γυναίκα) που εμφάνισε πλούσιο υποκριτικό ταλέντο.
Όσον αφορά τα μέλη της χορωδίας δωματίου αν και εντυπωσίασαν με τις φωνές τους, τη στιγμή που εμφανίστηκαν στο τέλος ως «πανκ» νεο- Αγγλικης κουλτούρας συναποτέλεσαν μαζί με το χορό μέρος του «κιτς» επιθεωρησιακού θεάματος. Ο φωτισμός από τον Νίκο Σωτηρόπουλο, συνεχώς στο ίδιο μοτίβο, περισσότερο κούραζε παρά βοηθούσε. Ενώ από τη μέση και μετά του έργου, που το έργο από την οπερέτική διάσταση, και ήταν αμιγώς επιθεώρηση υποβοηθούσε την επιθεωρησιακή οπτική.
Μέσα στην όλη «ακαταστασία» τα κοστούμια από τον Κέννυ ΜακΛελαν έκαναν το θέαμα ακόμα χειρότερο στερούμενα έμπνευσης, καθώς δεν «κολλούσαν» πουθενά με την εξέλιξη της πλοκής θεατρικής και χορευτικής και δεν προσέφεραν καμία αισθητική εμπειρία. Τα σκηνικά συνεπικουρούσαν στην σεξιστική οπτική, καθώς λειτούργησαν ως κλουβιά για να μπουν οι χορευτές που έκαναν στριπτίζ και οι γυναίκες τους «λιγουρευόντουσαν».
Η πρώτη σκηνοθετική δουλειά του Λουκά Θάνου ως καλλιτεχνικού Διευθυντή του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας παρουσίασε ανεπιτυχώς ένα συνονθύλευμα ηθοποιών και χορού. Δεν υπήρχε συνάφεια ανάμεσα στα δυο είδη ( χορό και θέατρο) και δεν υπήρχε ένας σκηνοθετικός ορίζοντας. Όλα παρουσιάστηκαν ανακατεμένα χωρίς καμία νόρμα ωραίου και με μια κακή αισθητική προηγούμενης δεκαετίας μειώνοντας την Αριστοφανική και Καμπανελική διαύγεια. Ήταν όλα τόσο ανακατεμένα που το πρώτο πράγμα που μας ήρθε στο μυαλό μετά το τέλος της παράστασης ήταν το ανέκδοτο με τον νάνο και τον Θάνο *. Και αν θέλουμε να συνοψίσουμε, οι «Εκκλησιάζουσες μια κωμωδία» του Λουκά Θάνου από το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας ήταν τελικά αυτό ακριβώς: ένα κακό αστείο…
* Ήταν ένας νάνος και ένας Θάνος…
Και λέει ο Θάνος στον νάνο…
– Τι ώρα νάνε;
– Ε, δεν θάνε;
Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση «Εκκλησιάζουσες, Μια Κωμωδία» που θα παρουσιάζεται στο Δημοτικό Θέατρο Απόλλων στην Πάτρα, μέχρι την Κυριακή 6 Μαρτίου, μπορείτε να βρείτε εδώ.