«Εν αρχή» της Ντέα Κουλουμπεγκασβίλι – Καθηλωτική απεικόνιση των πατριαρχικών ερμηνειών της φύσης που διαιωνίζουν τις έμφυλες ανισότητες
“Εν αρχή” (“Dasatskisi” / “Beginning”).
Σκηνοθεσία: Ντέα Κουλουμπεγκασβίλι.
Πρωταγωνιστούν: Ία Σουκιτασβίλι, Ράτι Ονέλι, Κάκια Κιντσουρασβίλι .
Γεωργία, 2020.
Ακίνητη η κάμερα, τοποθετημένη πίσω στον χώρο ώστε να κατοπτεύεται ολόκληρο το εσωτερικό του ναού. “Να είστε ευγνώμονες στον Θεό γιατί είναι ο πιο φιλεύσπαχνος”, αναγράφεται. Πρώτα εισέρχεται μια γυναίκα με τρία αγόρια, ψυχρά τα βάζει τιμωρία να κοιτάζουν μόνο τον τοίχο και σε μικρή απόσταση απ’ αυτόν επειδή ήρθαν λερωμένα από το παιχνίδι. Αταλάντευτα ακίνητη, ανησυχητικά ακίνητη η κάμερα ενόσω προσέρχεται το εκκλησίασμα. “Για να δυναμώσει την πίστη του”, θα απαντήσει ένας πιστός αναφερόμενος στο θέμα του κηρύγματος, τη δοκιμασία που ο Θεός υπέβαλε τον Αβραάμ. Μια πόρτα ανοίγει και ρίχνονται μολότοφ…
“Είναι σαν να περιμένω κάτι να τελειώσει. Ή να αρχίσει”, θα πει η Γιάνα στον σύζυγό της, τον Νταβίτι (:Δαυίδ), μετά την πολλοστή επίθεση φανατικών Ορθόδοξων Χριστιανών εναντίον της τοπικής κοινότητας των μαρτύρων του Ιεχωβά όπου ανήκει το ζευγάρι.
“Εν αρχή ην ο Λόγος και Θεός ην ο Λόγος”: όμως, η πίστη της Γιάνα καταρρέει. Ο Θεός της δεν την προφυλάσσει από τις θανάσιμες εξωτερικές απειλές και την οδυνηρή εσωτερική απειλή της ανάδυσης του παιδικού τραύματος, της θλίψης από την αποξένωση στον γάμο, του κλονισμού για τον ρόλο που επιτελεί καθημερινά βάσει των έμφυλων κοινωνικών προτύπων. “Η ζωή περνάει σαν να μην ήμουν εκεί”, απαντά στο κήρυγμα του Νταβίτι ότι οφείλει να τον συνοδεύσει στην πρωτεύουσα και στις επαφές του για χρηματοδότηση νέου ναού, επειδή η οικογένειά του πρέπει να εμφανίζεται ενωμένη, ιδιαίτερα η οικογένεια του επικεφαλής της τοπικής κοινότητας. Η ψυχρή φωνή της Γιάνα στην αρχή, έχει γίνει θλιμμένη, μόλις ακούγεται, το χάσμα μέσα της ανάμεσα στην πραγματικότητα και την ιδεατή κατάσταση πληρότητας που υπόσχεται η παράδοση του εαυτού στην πίστη (ηθικό δίδαγμα της βιβλικής ιστορίας του Αβραάμ) γίνεται αγεφύρωτο. Υπαρξιακά χάσματα ανάμεσα σε έξωθεν επιβαλλόμενες γνώσεις για το ποιοι πρέπει να είμαστε και σε αυτό που στ’ αλήθεια είμαστε (και αγνοούμε), συμπεριλαμβανομένης της επιβολής της θρησκείας ως ταυτοτικό στοιχείο ήδη από τη γέννησή μας. Και, η έλλειψη επίγνωσης κάθε καταναγκαστικά εμφυτευμένου πρέποντος τρόπου ζωής οδηγεί σε βίαιες αναπαραγωγές: η Γιάνα τιμωρεί τα παιδιά στον ναό για ανούσιο λόγο, τα προετοιμάζει με υπέρμετρη σοβαρότητα να απαντήσουν οπωσδήποτε σωστά πριν τη βάπτισή τους, στις έννοιες του παραδείσου, της κόλασης, της μεταθανάτιας ζωής, του ορθού και του λάθους. Ουσιαστικά, εκπαιδεύει παιδιά στην υπόδυση ρόλων, στην αγάπη ενός άλλου εαυτού από τον δικό τους- στο όνομα της αγάπης, της υποχρεωτικής αγάπης του Θεού και των γονιών. Είναι μια γυναίκα που εκπαιδεύει κορίτσια κι αγόρια βάσει μιας θρησκευτικής ηθικής όπου, όπως σχεδόν σε όλες τις οργανωμένες θρησκείες, ο Θεός θεωρείται άντρας και οι θρησκευτικές οργανώσεις καθοδηγούνται από άντρες (αν και οι άντρες απολαμβάνουν κοινωνικά προνόμια, είναι κι αυτοί θύματα αντιπαιδαγωγικής ανατροφής. Όμως, και βέβαια, δεν είναι άμοιροι σοβαρών ευθυνών όταν εκμεταλλευόμενοι την κυρίαρχη θέση τους, χειραγωγούν τις γυναίκες, τις καταπιέζουν, τους συμπεριφέρονται ακραία, όταν φτάνουν σε γυναικοκτονίες).
Η Γιάνα εγκατέλειψε το επάγγελμα της ηθοποιού για να υποδύεται τους συναφείς ρόλους της υπάκουης συζύγου και της βαθιά θρησκευόμενης γυναίκας. Μεγαλωμένη σε μια τυπική οικογένεια με αυταρχικό, συχνά απόντα πατέρα, και μητέρα που κατέφευγε σ’ ένα ομοίωμα αγάπης κρύβοντας τον φόβο να χωρίσει (“προσπαθούσαμε να αγαπηθούμε όσο καλύτερα μπορούσαμε”) και με έλλειψη επίγνωσης για το απωθημένο παιδικό τραύμα τής απόρριψης, την αναπαράγει βίαια ψυχικά: η Γιάνα δεν παίζει με τον γιο της παρά τις συχνές παρακλήσεις του, τον γεμίζει ενοχές επειδή της λέει ψέματα ότι διαβάζει τα μαθήματά του- ό,τι για τους ενήλικες θεωρείται ψέμα, για τα παιδιά είναι άμυνα σε κάτι που τους επιβάλλεται- εκφράζει τρυφερότητα μόνον όταν το παιδί κοιμάται και μόνο προσευχόμενη για την τύχη του. Έχοντας εσωτερικεύσει, όπως τόσες πολλές γυναίκες, τους περιορισμούς των θρησκευτικά καθοδηγούμενων πατριαρχικών κοινωνιών στην αυτοδιάθεση του γυναικείου σώματος (συμπεριλαμβανομένων των μετασοβιετικών, όπως η Γεωργία) και την υποδεέστερη κοινωνική τους θέση ως φυσική ή αναπόφευκτη (το καθοδικό ψυχικό σπιράλ όπου έχει βυθιστεί η Γιάνα, δεν είναι αόρατο μόνο στην αντρική ματιά), μαζί με την αποδόμηση της θωράκισής της από τους γνώριμους καθημερινούς ρόλους (δεν αισθανόμαστε πιο ευάλωτοι ή σχεδόν ανήμποροι όταν κλονισμένοι ή καταβεβλημένοι αναρωτιόμαστε πώς έχουμε ζήσει ως τώρα;), η Γιάνα παραλύει μπροστά σε κάθε κυρίαρχο αρσενικό: θα κακοποιηθεί, θα ταπεινωθεί και θα παραδοθεί στην ταπείνωση- κι όμως, θα δεχτεί ότι είναι δίκαιο να τιμωρηθεί από τον ασυγκίνητο στους λυγμούς της Νταβίτι που πιστεύει ότι εκείνη είχε συναινέσει. Είναι γι’ αυτούς τους λόγους που η Γιάνα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως υπερβολικά παθητική όταν κακοποιείται ή υπόκειται κάθε είδους βιασμό, όπως θα μπορούσε να αντιταχθεί. Η αδυσώπητη ακινησία της κάμερας παρατηρώντας τα πρόσωπα από απόσταση, ο ημιφωτισμένος χώρος ή οι σκιές που πέφτουν πάνω τους όταν τα πλησιάζει και δεν βλέπουμε καθαρά την έκφρασή τους, κι ένα σκόπιμα προβοκατόρικο στοιχείο στις σκηνές της κακοποίησης, τονίζουν την ανάγκη να κατανοήσουμε (“Θέλω το κοινό να νιώσει ότι βρίσκεται στον κόσμο της Γιάνα”, δηλώνει η σκηνοθέτιδα), εκφράζουν μια απαίτηση να μην καταφύγουμε στις γνωστές απαντήσεις παρά να παρατηρήσουμε την αντανάκλαση δικών μας απωθημένων τραυμάτων.
Ελάχιστες κι αργές, προσεκτικές κινήσεις της κάμερας, μεγάλα σε διάρκεια στατικά μονοπλάνα, λήψεις από μεσαία απόσταση, περιορισμένες διαστάσεις του κάδρου μεταδίδοντας τον εσωτερικό εγκλεισμό της Γιάνα- πού, άραγε, μπορεί να οδηγήσει η ασφυξία της έμφυλης διάκρισης και η αχρηστία των ψυχικών υποστυλωμάτων, ποια μπορεί να είναι η αντίδραση ενός ανθρώπου που ήταν πάντα θύμα; Αποστασιοποιημένη ματιά, κλινική ατμόσφαιρα- σε αντίστιξη με τη γαλήνια ομορφιά των φυσικών τοπίων- ελλειπτική, απρόβλεπτη πλοκή όπου τα σοκαριστικά γεγονότα είτε κινηματογραφούνται από μακριά είτε μόνο δηλώνονται από ένα μη ορατό πρόσωπο, λίγος διάλογος, ερωτήματα χωρίς απαντήσεις παρά μόνο δυνατότητες σύνδεσης νύξεων, ανείπωτων εξομολογήσεων μέσω της αντίληψης της υποκειμενικότητας στις ερμηνείες μας: “Πόσα πραγματικά χρειάζεται να γνωρίζουμε για έναν χαρακτήρα; Στη ζωή, πόσα πραγματικά γνωρίζουμε για τον άλλον;”, δηλώνει η σκηνοθέτιδα. Ορισμένες φορές, πάντως, θα θέλαμε λιγότερη ελλειπτικότητα για τα κίνητρα, αν ορισμένες πράξεις της Γιάνα απορρέουν από την καταβύθιση στο εσωτερικό χάος, από απελπισμένη προσκόλληση στα θρησκευτικά διδάγματα ώστε να πειστεί ότι διατηρεί την πίστη της ή, αντίθετα, από τη σκληρή συνειδητοποίηση της ανεπάρκειας της θρησκείας. Παρακολουθούμε, όμως, με κινηματογραφοφιλική κατάνυξη το ντεμπούτο της Γεωργιανής Ντ.Κουλουμπεγκασβίλι, τον δυσερμήνευτο χαρακτήρα της Γιάνα (“Θέλω να σκηνοθετώ ταινίες για τη γυναικεία κατάσταση. Τι σημαίνει να είσαι γυναίκα, στο σώμα, τις αισθήσεις, τα συναισθήματα, τη σκέψη. Είναι μια πολυσύνθετη ύπαρξη… “) επιπλέον χάρη στη συγκλονιστική ερμηνεία της Ία Σουκιτασβίλι που μεταδίδει τις συναισθηματικές μεταβολές της Γιάνα με ανεπαίσθητα βλέμματα και χειρονομίες, και το υπερβατικό φινάλε όπου απεικονίζονται οι συνέπειες στη φύση από τις κυρίαρχες πατριαρχικές ερμηνείες της, μέσα από κατασκευασμένες ηθικές ώστε να διαιωνίζονται οι έμφυλες ανισότητες.