Ένα τσιγάρο, εποχή

Γένους κυριαρχικό, ανεπίδεκτος οποιασδήποτε τυχαίας επιθυμίας ο χρόνος, αποκτώντας διαστάσεις 41% επί της συνολικής επιφάνειας και βάθος αμέτρητο, έβγαλε την κάπνα ενός τόσο κουρασμένου τσιγάρου. Και έμπηξε την τελευταία του οσμή στα ρουθούνια μιας εποχής που γεννήθηκε στο δρόμο για να πεθάνει σχεδόν άκλαυτη στη σχισμή μιας κάλπης, κάποιο αδικοχαμένο καλοκαίρι μιας σήμερα τόσο ξεχασμένης ανατολής.
Ανίκητος συνάμα, όπως αποδείχθηκε σε βαθυστόχαστες αναλύσεις της μιας γρήγορης ματιάς, υπάκουσε και αυτός, υποτελής, δουλικός και τελικά ηττημένος στον παγκόσμιο νόμο μιας διαχρονικής τάξης και μιας ακλόνητης σταθεράς που επιτάσσει τον κόσμο και τη ζωή να μένουν ασάλευτοι στην προκαθορισμένα μετρήσιμη ρουτίνα τους.
Στο γοργοπέρασμά του, όλα αλλά και τίποτα δεν στάθηκε δυνατόν να μείνουν όρθια. Δρόμοι που άνοιξαν για να γεμίσουν, να κλείσουν ή για να παραμείνουν για πάντα ανεκτοί στους διώκτες τους, κάστρα μιας πολιτείας που έπεσαν για να ξαναχτιστούν, τείχη εξουσιών που πολιορκήθηκαν αλλά ποτέ δεν νικήθηκαν, θαύματα ωρών, ημερών, μηνών αλλά και παντοτινά, άνθρωποι που έφυγαν, που γεννήθηκαν, που δεν ξεχάστηκαν. Στιγμές άπειρες αλλά και μηδενικές, φωνές που δυνάμωσαν και πνίγηκαν στη σιωπή, πρόσωπα με χαμόγελα, δάκρυα, ντροπές, επάρσεις, συστολές, νίκες και ήττες, αφετηρίες και επιστροφές.
Σημαίες και πλακάτ που ανέμισαν κόντρα στους ανέμους καταλήγοντας πεθαμένες στα υπόγεια μιας άκαρπης συλλογικότητας, τσιγάρα πρόχειρα πεταμένα στο τασάκι, βήματα που επιτάχυναν στο ρυθμό μιας χαμένης επιστροφής, δακρυγόνα που έμειναν σβησμένα στη γωνιά ενός δρόμου που πίσω του χτίζεται ένα πολυτελές εμπορικό κέντρο, ξύλο που χωρίς φόβο φορτώθηκε για να πεταχτεί σε κάδο περισυλλογής ντροπιασμένων υποχωρήσεων, σπρώξιμο που καταναλώθηκε στην ουρά για μια ολική εκλογική επαναφορά.
Ό,τι με κόπο άνθισε στο κάτω παρτέρι μιας πλατείας, από ασφυκτικό θάνατο λόγω έλλειψης καθαρού οξυγόνου παρέδωσε την ομορφιά του σε μια τελετή θριαμβευτικών επινίκιων, για να ταφεί σχεδόν άδοξα στον πυθμένα ενός κουτιού από διαφανές πλαστικό. Πάνω του κολλημένες διαφημίσεις μιας αγέρωχης εξουσίας, αυτής που ήρθε χωρίς τελικά ποτέ -όπως αποδείχθηκε- να φύγει, διώκτης κανονικός ονείρων που ήρθε για να πάρει εκδίκηση.
Στριμωγμένη μια ολόκληρη εποχή που έμελλε να μείνει μισή κι ανεκπλήρωτη, προδομένη και άτιμη, σέρνεται τώρα να βρει καταφύγιο στη μνήμη ενός σβησμένου χειροκροτήματος. Η παράσταση τέλειωσε, με νόμο επιβλήθηκε ο ένας επίλογος, οι θεατρίνοι αφαιρούν γρήγορα το ψεύτικο μακιγιάζ, στα παρασκήνια τούτοι κι οι άλλοι αποκαλύφθηκε πως δεν έχουν την παραμικρή διαφορά. Στο κείμενο επήλθαν σημαντικές διορθώσεις, ο ρόλος ενός αυτοπροβαλλόμενου σκηνοθέτη αποσύρθηκε, εδώ και καιρό αυτομόλησε σε ένα εύπεπτο θέαμα, παραδίδοντας τις μακέτες στους σωστούς διαχειριστές, ένα απολύτως τίποτα επιδεικνύει με έπαρση Αμερικάνου αστέρα τηλεοπτικών σκουπιδιών την κούφια αλαζονεία μιας καθολικής κενότητας.
Το ανάστημα συρρικνώθηκε. Χώρεσε στο εύθραυστο βάζο μιας γυάλινης εποχής, για να αποθηκευτεί με αυστηρή επιτήρηση στο άπιαστο ράφι διαχρονικών ματαιώσεων. Με ιλιγγιώδη ταχύτητα, στο 41% χιλιόμετρο της συλλογικής παραδόσεως, η σύγκρουση αναπόφευκτη, μονομερώς ανθεκτική και επιφανειακά δημοκρατική, πέταξε τα θύματα επερχόμενων γενεών σε έναν περιθωριοποιημένο παράδρομο, διεθνείς ασφαλιστικές κάλυψαν αποκλειστικά τους νικητές πακτωλούς.
Το βάρος ασήκωτο. Στον τράχηλο ενός συνηθισμένου λαού, μια ασυνήθιστη εποχή ψάχνει το επόμενο κλειδί για να ξεκλειδώσει το τελευταίο ερμάρι του χρόνου, μήπως και ξεχυθεί ελεύθερα σε μια ύστατη βόλτα σε τόπο ενεστώτα, η ανάμνηση όλων εκείνων που ποτέ δεν νικήθηκαν. Στο ενδιάμεσο δυο ολόκληρων κόσμων, τρεμοπαίζει ένα τσιγάρο που ψάχνει έναν δρόμο και λίγο οξυγόνο να ανάψει. Από τη μια το τέλος, από την άλλη μια αγέννητη αρχή και στη μέση μια απροσδιόριστη σιωπή. Η εποχή πέθανε, ζήτω η εποχή, είναι το ίδιο αυτή να σε σκοτώνει κι άλλο εσύ να τη χειροκροτείς.