«Ένας Ελέφαντας Στέκεται Ακίνητος» – Το μακρύ οδοιπορικό της μέρας προς τη φωτεινή νύχτα
«Ένας Ελέφαντας Στέκεται Ακίνητος»
(An Elephant Sitting Still / Da xiang xi di er zuo)
Σκηνοθεσία: Χου Μπο
Κίνα, 2018
Πριν μπει ο θεατής στην αίθουσα για να δει την Κινέζικη ταινία «Ένας ελέφαντας στέκεται ακίνητος», κάποιοι μύθοι γι’ αυτήν έχουν ήδη επιδράσει μέσα του: ο σκηνοθέτης Χου Μπο αυτοκτόνησε στα 29 του, λίγο μετά την ολοκλήρωσή της. Οι διαμάχες με τον παραγωγό, το γνωστό σκηνοθέτη Γουάνγκ Ξιαοσουάι πάνω στη μεγάλη διάρκειά της. Η διάρκειά της, λοιπόν: 234 λεπτά ή 4 ώρες. Η «υιοθέτησή» της από τον σημαντικό Ούγγρο σκηνοθέτη Μπέλα Ταρ που ανέλαβε τη διεθνή της κυκλοφορία στα διάφορα φεστιβάλ. Ο χαρακτηρισμός της ως ένα από τα αυθεντικά αριστουργήματα του 21ου αιώνα.
Αναμετράται η αίσθηση που προκύπτει από τη θέαση της ταινίας με όλους αυτούς τους μύθους. Μέχρι ν’ αφεθείς στην ελεγειακή της ατμόσφαιρα, θλίψη, ζόφος που όμως δεν μας πνίγουν παρά θαρρείς εξαπλώνονται τελετουργικά στην ταινία με σκοπό να επιμένουν ν’ ανασύρουν κάτι ξεχασμένο μέσα μας χωρίς να το διαισθανόμαστε παρά μόνο στο τελευταίο μέρος πια, μέχρι ν’ αφεθείς στη μουντή φωτογραφία στους τόνους του γκρίζου όπου δεν θυμάσαι κανένα πλάνο να έχει φωτιστεί από μια αχτίδα του ήλιου σ’ αυτές τις 4 ώρες, στα μακρόσυρτα μονοπλάνα της όπου η κάμερα συντροφεύει διακριτικά τους ήρωες της ταινίας, παρακολουθώντας τους από πίσω μέχρι να διαγράψει έναν κύκλο γύρω τους και να μας τους φέρει κατά πρόσωπο, περπατώντας αργά, μιλώντας σιγά μετά από μεγάλες σιωπές θαρρείς και δίνουν εν αγνοία κι αυτών των ίδιων μια μάχη για να ξαναβρούν την ανθρωπιά τους, παρακινούμενοι από κάποια ασυνείδητη παρόρμηση. Όλοι τους μιλάνε για έναν ελέφαντα σε μια πόλη στα βόρεια σύνορα της χώρας που στέκεται ακίνητος, που αρνείται να φάει ό,τι κι αν του πετάνε οι επισκέπτες και που στέκεται ακίνητος και σιωπηλός. Όλοι τους βάζουν σκοπό να πάνε σ’ αυτήν την πόλη για να τον δουν. Τι άραγε να τους εμπνέει αυτή η ακινησία του; Μια Ιώβεια υπομονή; Μια μακαριότητα; Το θάρρος μιας παθητικής εγκατάλειψης; Μια συμπυκνωμένη αρχέγονη σοφία; Την αδιαφορία για ό,τι ζοφερό συμβαίνει δίπλα σου; Ή κάτι άλλο πέρα απ’ αυτά; Πως ν’ απαντηθεί αυτή η ερώτηση: δεν είναι δυνατόν να γίνει ψυχογράφημα των ηρώων της ταινίας, δεν υπάρχουν ασφαλείς ψυχολογισμοί εδώ για να πιαστείς απ’ αυτούς και να καταφύγεις σε κάποιες από τις έτοιμες, γνωστές απαντήσεις για τα κίνητρά τους.
Μια χώρα σε διαρκή οικοδόμηση, σε μια εμφατική υπόμνηση της καλπάζουσας δυναμικής της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας, που όμως τα καινούρια κτίρια που χτίζονται δεν αρκούν για να δώσουν μια καινούρια εικόνα στην πόλη αφού όλα τα καταπίνει η ομίχλη, η μουντάδα που λες κι αντανακλούν τη συλλογική ψυχοσύνθεση των κατοίκων της. Οικογένειες αποσαθρωμένες, γονείς που διώχνουν τα παιδιά από τα σπίτια, παιδιά που διώχνουν γονείς από τα σπίτια, παιδιά που ζουν ακόμα με τους γονείς στα σπίτια σε μια καθημερινή ατμόσφαιρα ενός ακήρυχτου πολέμου ανάμεσά τους, παιδιά που έχουν ήδη φύγει από το σπίτι, σχολεία που βγάζουν μαθητές με μοναδική προοπτική να γίνουν μικροπωλητές στους δρόμους, μια γκρίζα έρημος που φέρνει στη μνήμη μας το αριστούργημα του Μικελάντζελο Αντονιόνι, την “Κόκκινη έρημο”, σε μιαν άλλη μεταβιομηχανική πόλη πριν από 54 χρόνια, βία που είναι έτοιμη να ξεσπάσει ανά πάσα στιγμή, από τις αποτυχημένες προσπάθειες για ένα στοιχειώδη διάλογο έστω κι αν οι λέξεις εκστομίζονται αργά, ήρεμα, σιγανά, σχεδόν σαν μια τελετουργία πένθους για το ανέφικτο της επικοινωνίας, έως το οικονομικό κέρδος που επιδιώκεται με κάθε τρόπο. ένα ηχητικό φόντο που πολιορκεί υπόκωφα αλλά σταθερά την ακοή μας έχοντας ανακατέψει μέσα του τους απόμακρους ήχους αυτοκινήτων που τρέχουν κι εργοστασίων που δεν παύουν να δουλεύουν νυχθημερόν. Μια αίσθηση σαν ένα ξυράφι να κόβει παγωμένες φλέβες χωρίς να αισθάνεσαι κανένα πόνο. Ήρωες εσωτερικά απομονωμένοι που η κίνηση της φυγής καθαυτή προς την πόλη με τον ελέφαντα, η σύγκλιση της πορείας τους προς αυτήν τη μακρινή πόλη, αφήνει στο τέλος μια μικρή αλλά αδιαπραγμάτευτη πια ελπίδα. Είναι πια νύχτα εκείνη την ώρα πριν χαράξει η καινούρια μέρα αλλά είναι πιο φωτεινή από κάθε μουντή ημέρα της προηγούμενης ζωής τους.
Κατά τη γνώμη μου δεν είναι το αριστούργημα που έχει αποσπάσει τόσο διθυραμβικές κριτικές. Γεμάτες οι 4 ώρες αλλά και πολλές. Ένα πιο δυναμικό μοντάζ που δεν θα επηρέαζε αυτήν τη υπόγεια πένθιμη ατμόσφαιρα που οδηγεί αργά σ’ένα τελικό φως, θα μείωνε την κόπωση σε κάποιες σκηνές. Μικρό όμως και πάλι το κακό: όταν απελευθερωθείς από τη επιθυμία αλλά και τη δυνάστευση της ανάγκης να δεις ένα αριστούργημα, τότε πια βιώνεις την ταινία κι οι εικόνες της ψάχνουν μέσα σου τις δικές σου παρόμοιες εμπειρίες, κάπου καταχωνιασμένες βαθιά μέσα σου. Τότε οι ήρωες της ταινίας λες και προβάλλονται από μια δική σου εσωτερική οθόνη.