Ένας Ηρακλής ανα-Μαινόμενος σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά
Το έργο Ηρακλής μαινόμενος είναι τραγωδία του Ευριπίδη και πιθανότατα διδάχθηκε το 416 π.Χ. Το έργο ξεκινάει με τον Ηρακλή να βρίσκεται στον Άδη για να ολοκληρώσει τον τελευταίο άθλο του. Κατά τη διάρκεια της απουσίας του μεταβαίνει ο Λύκος στη Θήβα και σκοτώνει τον Κρέοντα (κάτι που αποτελεί επινόηση του Ευριπίδη) καταλαμβάνοντας την εξουσία της Καδμείας πόλης. Μέσα στην πολιτική αναταραχή και υπό τον φόβο καθαίρεσής του (ο Λύκος) απειλεί να σκοτώσει τη Μεγάρα (σύζυγο του Ηρακλή) και τα τρία παιδιά του, καθώς και τον πατέρα του Αμφιτρύωνα. Μετά από ένα αγώνα λόγων μέσα από τον οποίο διαφαίνεται η «ύβρις» του Λύκου προτρέπει τους συγγενείς του Ηρακλή να νεκροστολιστούν· σε εκείνο το σημείο εμφανίζεται ο Ηρακλής. Στη συνέχεια βλέπουμε τον Λύκο να οδηγείται μέσα στο παλάτι με ένα τέχνασμα όπου και τον σκοτώνει ο Ηρακλής. Η συνέχεια δεν αποτελεί «λύση» του δράματος, καθώς εμφανίζονται η Ίριδα και η Λύσσα, όπου και τρελαίνουν τον Ηρακλή, με αποτέλεσμα να τυφλωθεί από μανία και να σκοτώσει τη γυναίκα και τα παιδιά του. Η λύση επέρχεται όταν ο Θησέας, (τον οποίο ο Ηρακλής) έχει φέρει στη ζωή από τον κάτω κόσμο, τον αποτρέπει από την αυτοχειρία και του προσφέρει μια νέα ζωή στην Αθήνα.
Η παράσταση Ηρακλής μαινόμενος που είδαμε σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά στο πλαίσιο του διεθνούς φεστιβάλ Πάτρας «κινήθηκε σε πολύ ρηχά νερά», καθώς εμφανίστηκε ως μια νατουραλιστική με Gothic σκηνικά μοτίβα παράσταση αστικού σαλονιού εμπεριέχοντας και κάποια έωλα τραγικά στοιχεία. Η σκηνοθεσία δεν κατάφερε να δείξει το τραγικό στοιχείο του πως «η τάξη του όντος χωνεύει κάθε παράβασή της» και η σκηνική γλώσσα της παράστασης δεν κατάφερε να αποτυπώσει τα ευριπίδεια ζητήματα του Ηρακλή, ως ανιδιοτελής πολιτισμικός ήρωας, αλλά περισσότερο ως ένας τιμωρός που έρχεται να διασώσει την οικογένειά του. Χαρακτηριστική είναι η είσοδος του Ηρακλή στον σκηνικό χώρο, ως κουκουλοφόρος ήρωας από σειρά Nέτφλιξ (Arrow). Παράλληλα έλειπαν τα βασικά ευριπίδεια μοτίβα στο έργο όπως η εξημέρωση της γης και ο εξανθρωπισμός του ήρωα. Ο Ηρακλής φάνηκε σα να διακατέχεται από μια αλλότρια δόξα σε σύμπλευση με τάσεις ευρωπαϊκού ηγεμόνα εκδικητή. Η επινόηση του Δημήτρη Καραντζά να εμφανίσει την Ίριδα και τη Λύσσα αρχικά ως μοίρες από τον Σαιξπηρικό Μάκβεθ χωρίς κάποιο λειτουργικό ρόλο, αλλά κυρίως για λόγους εντυπωσιασμού, και στη συνέχεια ως εκδικήτριες θεότητες, με τον τρόπο που χρησιμοποιήθηκαν, φάνηκαν ως όργανα της Ήρας μόνο κατ’ όνομα χωρίς την εαυτοτική τοποθετικότητα της μανιώδους εκδικητικότητας. Στην παράσταση δόθηκε έμφαση στην ψυχολογική καταστροφή του Ηρακλή και όχι στην ευθραυστότητα των παιδιών του που αντιπροσωπεύουν -στο αρχικό έργο- τον λεπτό ψυχισμό του Ηρακλή. Επίσης δεν φάνηκε πουθενά η πτώση του Ηρακλή από τον Θρίαμβο στην έσχατη ανθρώπινη οδύνη. Αξίζει να αναφέρουμε πως ο Δημήτρης Καρατζάς δεν αποτύπωσε κάποια σκηνοθετική πρόταση με το συγκεκριμένο έργο, καθώς η έμφαση δόθηκε σε μια flat εμπορική ιεραρχημένη λειτουργία της Ευριπίδειας τραγωδίας χωρίς να κάνει την εμφάνισή της σε κάποιο σημείο η κατάπτωση των ενστίκτων, η πτώση του ανθρώπου ή όποια πατριαρχική ματιά ή κάποια πολιτική συνδήλωση καταπίεσης από έναν τύραννο βασιλιά (από τον Λύκο).
Στα παραπάνω δεν βοήθησε και η σημειολογία της παράστασης, το σκηνικό φτιαγμένο από κερκίδες γύρω από ένα διάτρητο panic room. Παράλληλα, τα παιδιά διαγράφτηκαν από τη σκηνή ως προσωπικότητες εμφανιζόμενα ως κούκλες με χρυσοποίκιλτες μπαρόκ μάσκες ως κατορθώματα-έπαθλα του Ηρακλή. Οι ηθοποιοί εγκλωβίστηκαν σε μια προσπάθεια αρχαιοπρεπούς τραβήγματος τον συμφώνων, στην επανάληψη λέξεων όπως «αλίμονο» και αυτό οδήγησε σε μια μέτρια νατουραλιστική απόδοση. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως ο Αμφιτρύωνας αναφέρει κάπου τη λέξη μαγκούρα αλλά μαγκούρα δεν υπήρχε στη σκηνή – έκανε πως την κρατάει στο χέρι του. Επίσης ο χορός των πέντε γερόντων (στην αρχαία τραγωδία ήταν δώδεκα) εγκλωβισμένος στην αρχαιοπρεπή προσπάθεια, με αποτέλεσμα να προσπαθούν να αποδώσουν συγχρονισμένα τις βαθύτερες ερμηνευτικές αιτίες του έργου, δολιχοδρομώντας συνεχώς σε φωνολογικά σχήματα κουράζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τους θεατές.
Στο αμιγώς υποκριτικό κομμάτι, η Ηρώ Μπέζου ως Ίριδα και η Άννα Καλαϊτζίδου ως Λύσσα, κινήθηκαν σε ένα αρκετά ανεκτό κινησιολογικό επίπεδο, αλλά μετά από κάποιο σημείο φώναζαν υπέρ το δέον με αποτέλεσμα να μην αποτυπωθεί η επιβαλλόμενη μανία με αυστηρούς υποκριτικούς όρους, ιδιαίτερα από τη Λύσσα. Ο Πυγμαλίων Δαδακαρίδης συνεπικουρούμενος της σκευής του προσιδίαζε περισσότερο σε αριστοφανικό Ηρακλή παρά σε κραταιό ήρωα, ειδικά προς το τέλος με τη ματωμένη φανέλα θύμιζε περισσότερο γκανγκστερική ταινία, παρά θεατρική· για ρόπαλο και Λεοντή ούτε να το συζητάμε. Παράλληλα στο καθαρά υποκριτικό κομμάτι εγκλωβισμένος σε μια αστική μιμητική δεν αποτύπωσε ουδενί τον δυναμισμό του ήρωα. Ο Γιώργος Γάλλος ως Αμφιτρύωνας, δεν έδωσε τη χροιά του γέρου ανθρώπου, καθώς απέδωσε τον ρόλο με νεανική χροιά και με εκφάνσεις τηλεοπτικής υποκριτικής (κινήσεις σα να βρίσκεται μπροστά σε κάμερα) με εμπορική σημειολογία· άξιο αναφοράς το γεγονός πως ο σκηνοθέτης τον εμφάνισε ως έναν Αμφιτρύωνα σοφό και ηθικά σωστό και όχι ως δολοφόνο του πατέρα της Αλκμήνης που διέπεται από «σχάση» εαυτού. Η Στεφανία Γουλιώτη σε μια προσπάθεια έκφρασης στωικότητας φάνηκε άνευρη ως «κυρία» που ταιριάζει σε ιψενικό αστικό σαλόνι, παρά ως δυναμική γυναίκα που βρίσκεται πίσω από έναν δυναμικό άντρα. Από κοντά και ο Αινείας Τσαμάτης ως Λύκος με σκευή κάτι σαν Ξέρξη βασιλιά από τους 300 την ταινία φορώντας παράλληλα και την κάπα του κυνηγού βρικολάκων από τη ταινία Blade, έρμαιο της flat σκηνοθεσίας φάνηκε συνδηλωτικά στο υποκριτικό κομμάτι ως πολιτικά ρηχός και ως τύραννος αναιμικός.
Ο χορός πότε αποσπώμενος πότε χορεύοντας καλαματιανό αυτο-αμφισβητήθηκε δομικά καθώς σχέσεις και θέσεις στον χώρο δράσης του φάνηκαν αμήχανες
Στην μέτρια απόδοση του έργου δεν βοήθησαν και οι σκευές από την Ιωάννα Τσάμη οι οποίες περιείχαν τα κλασικά, αλλά Στάιν, κοστούμια που βλέπουμε κατά καιρούς στις «εμπορικές τραγωδίες». Ενώ το -ομολογουμένως- λειτουργικό σκηνικό, βγαλμένο από ένα συμπίλημα gothic και αστικό σαλόνι στυλ, έδινε έμφαση στο νατουραλιστικό στοιχείο.
Οι φωτισμοί από τον Δημήτρη Κασιμάτη ήσαν λειτουργικοί και τόνιζαν τις στιγμές, ενώ η μουσική από τον Φώτη Σιώτα στη σκηνή, εν είδει αποστασιοποίησης, καλύφθηκε από τη ροή του έργου και τις κατά στιγμές φωνές των ηθοποιών. Αξίζει να σημειωθεί πως ξεχώρισε η μετάφραση από τη Μαίρη Γιόση η οποία απέδωσε το Ευριπίδειο έργο εξαιρετικά.
Συμπερασματικά, η παράσταση Ηρακλής Μαινόμενος σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά ήταν μια μέτρια παράσταση χωρίς να παρουσιαστεί η ένταση των ενστικτωδών παρορμήσεων των ηρώων και δη του Ηρακλή και χωρίς να ληφθούν υπόψιν οι θεατρικοί κανόνες ερμηνείας, αλλά περισσότερο οι τηλεοπτικοί κανόνες που όμως δεν αποτελούν μέρος της « ευριπίδειας θεατρικής γραμματικής» και των αρχαίων τραγικών γενικότερα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το γενεσιουργό ιδεολογικό περιβάλλον του Ευριπίδη να αναμετρηθεί με τα σύγχρονα νεοελληνικά εμπορικά-τηλεοπτικά πρότυπα…