Ενός λεπτού ακινησία
Με ένα σακίδιο στο χέρι αδειανό σχεδόν, και κάτι πλαστικά γυαλιά ηλίου ξεφλουδισμένα, βρέθηκε σχεδόν τυχαία, αν μπορεί κανείς να πιστέψει στο τυχαίο, σε μιαν άκρη της γης άγνωστη, που δεν είχε ξαναπατήσει.
Βύθισε τα πόδια αβέβαια στην άμμο, προσπάθησε να σταθεί σ’ αυτό το νέο μέρος και έβαλε το χέρι μπροστά στα μάτια για να αγναντέψει την απέραντη πρόκληση που απλωνόταν εμπρός. Έκανε ένα βήμα αριστερά και ζύγιζε την ανάσα της, πήγε να γύρει δεξιά και ρίγησε. Έμεινε να κοιτάζει ίσια μπροστά, αφουγκράζοντας τη φουρτούνα και τους γρύλους. Και δεν κουνήθηκε. Δεν αποφάσισε. Δεν χρειαζόταν να αποφασίσει για να συνεχίσει να συμβαίνει η ζωή γύρω της.