Έξι χρόνια, τρεις χιλιάδες αντάρτικα²

Έξι χρόνια, τρεις χιλιάδες αντάρτικα². Κι αν αυτό δεν είναι αφορμή να γιορτάσεις, μάλλον είσαι μίζερος πολύ και στη γιορτή μας δεν σε θέλουμε. Δεν μου αρέσει να ευλογάω τα γένια μας, μα με όρους αποδοχής από το κοινό (δεν θα έγραφα με τίποτα αγοράς), πουλάμε σχεδόν σαν πεθαμένοι, αναπαράγοντας το κλισέ που θέλει τους ζωντανούς ποιητές και ποιήτριες να δικαιώνονται μόνο μετά θάνατον. Φτιάξαμε ένα βιβλίο – μπαρούτι, του βάλαμε φυτίλι και περιμέναμε από εσάς να το ανάψετε. Και το κάνατε. Μελοποιηθήκαμε δύο φορές, γίναμε performance, θεατρικό, αφίσα και πανό πολιτικά, σύνθημα σε τοίχο, τατουάζ, μπλουζάκι. Πήγαμε στο γήπεδο σε Ελλάδα και Κύπρο και έφτασε μέχρι και τα νησιά του Σολομώντα η χάρη μας. Κάτι κάναμε σωστά το δίχως άλλο. Γίναμε βινύλιο διάολε, χάρη στους Damirah και το Joe Records.
Κι όλα αυτά, σε ένα project αυτοοργανωμένο, σε έναν εκδοτικό ελευθεριακό (εκδόσεις Κουρσάλ) που κάνει σπουδαία δουλειά και κυκλοφορώντας κυρίως από στόμα σε στόμα. Και μην ξεχνάς, πώς το γράψαμε σε 8 δίωρα. Μέσα από το messenger του facebook χωρίς να έχουμε συναντηθεί ποτέ από κοντά έως τότε με τον Κωνσταντίνο Παπαπρίλη-Πανάτσα, τον έτερο γραφιά του αντάρτικου. Αυτό δεν συνέβη παρά μόνο αρκετούς μήνες μετά τη γραφή του. Ας είναι καλά ο Γιάννης ο Αντάμης που μας έφερε σε επαφή και είναι υπεύθυνος για ό,τι γέννησε αυτό το συναπάντημα.
Και μετά από δύο μαύρα εξώφυλλα και ένα έξτρα κεφάλαιο, γίναμε μπορντό ή κάτι τέτοιο. Γιατί, πολύ καιρό περάσαμε στο σκοτάδι κι είναι ώρα να ξημερώσει. Κι υπάρχουν πολλοί τρόποι να γίνει αυτό. Κανένας τους όμως δεν είναι ατομικός. Άλλωστε, χρειάζονται δύο άνθρωποι, δύο τουλάχιστον, ένας να φτιάχνει τις λέξεις και ένας να τους βάζει φυτίλι, να τις ανάβει και να τις πετάει.
Και τώρα πια μάθατε. Καήκατε και μάθετε. Κι εσείς κι εμείς. Τώρα είναι η ώρα να ξημερώσει. Φτάνει πια τόσο σκοτάδι. Σας περιμένουμε την αυγή.