Ευτυχείς, λυπημένοι και (ως) πότε(ς)

Γελάς. Κλαις. Πίνεις μα δεν μεθάς. Ζαλισμένος προσπαθείς να ξεμπλέξεις τα πόδια σου από τις κολλημένες σελίδες της ιστορίας. Φοράς τη στολή ενός θλιμμένου γελωτοποιού, μοιάζεις με στρατιωτικό απολειφάδι μιας περασμένης σφαγής, στην τσέπη σου βρίσκεις σερπαντίνα, ένα κασελιασμένο χαρτονόμισμα του μεσοπολέμου, ανεβάζεις φωτογραφία με ένα ξεσκισμένο αμπέχονο, αγορασμένο στις εκπτώσεις από το πολυκατάστημα στην οδό Σκουφά.
Μπλεγμένες εποχές, χρόνοι ανάκατα, αιώνες που ενώνει ένα επαναληπτικό σκουριασμένο συρραπτικό. Νύχτα ή μέρα, σκοτάδι παχύ πάνω σε αδυνατισμένες μνήμες. Ηλικίες απροσδιόριστες, σύμβολα ξεβαμμένα, ξαναπερασμένοι μεσαίωνες που μυρίζουν φτηνό νέφτι, στις ταμπέλες πώληση με το κιλό. Στις διαφημίσεις μυρωδιές ακριβές, λίπος ξινισμένης κραιπάλης, στις γειτονιές μανίκια τριμμένα με μπαλώματα εφημερίδες που δεν διαβάστηκαν ποτέ.
Ένας κόσμος, μια Ευρώπη, πλανάται πάνω από ένα σινιέ φάντασμα, προσφέροντας τις καλοπληρωμένες υπηρεσίες του στην επιτάχυνση μιας ανάστροφης συντριβής. Κρεμασμένες κουρτίνες σε νωχελικούς σιδηρόδρομους σχηματίζουν το τέρας, κρύβοντας με κομψότητα το πάτημα της μπότας. Δολοφόνοι που η ντροπή του χρόνου φόρεσε άμφια αγίων, ιερόδουλοι δείκτες που έστρεψαν άτιμα το νεύμα της ιστορίας σε γυαλιστερά κρεματόρια, χορηγοί που επένδυσαν ανεπρόκοπες μετοχές σε γενοκτονίες με καλές αποδόσεις.
Το χρώμα των χρόνων σου είναι η λάσπη. Βούρκος που αναδύθηκε από το στόμα ενός Μουσολίνι για να λερώσει αναρριχώμενος τα κιτρινισμένα μάρμαρα ανύμφευτων νεκρών. Ξερατά που ξαναζωντάνεψαν για να ταΐσουν το ξεψυχισμένο τομάρι ενός εφιάλτη, τρωκτικά που ξεπήδησαν τρώγοντας σάρκες στα υπόγεια της ιστορίας, νεόπτερα δίπτερα με στολή παραστρατιωτική που χορταίνουν με αερολύματα στα ρετιρέ κάποιας εξουσίας, σκορπίζοντας με δύναμη στον διεφθαρμένο ορίζοντα ραγισμένα αυγά κάποιου μεταλλαγμένου φιδιού.
*Περπατάς σε έναν κόσμο που αλλάζει. Που βάφεται άλλος και προσπερνά. Γυρνάς στον διπλανό σου, ψάχνοντας τον εχθρό σου. Στην απέναντι βιτρίνα, ανάμεσα σε σύμβολα στρατιωτικά και ρούχα κομψά, αντικρίζεις τον εαυτό σου. Εμβατήρια στη διαπασών καλύπτουν το πρώτο τραγούδι που έρχεται στα χείλη σου. Αποκτάς ρυθμό, τον χάνεις, συμβαδίζεις με το απόλυτο βήμα που οδηγεί στο κενό. Ψάχνεις τους άλλους. Αναρωτιέσαι. Σωπαίνεις…
Εμείς ήμασταν. Εκείνοι οι δειλοί, μοιραίοι και άβουλοι αντάμα που διάβασες κάποτε με ζήλο σε ένα βιβλίο για να το κρύψεις αδιάφορα στο τελευταίο βάθος της βιβλιοθήκης σου. Εμείς. Οι φλύαροι νάρκισσοι, οι ανόητοι συμβιβασμένοι, ισαποστάκηδες με όλες τις τιμές αγοράς και πώλησης, οι μετανιωμένοι και πρόσφατα ελεεινοί ανανήψαντες, οι μεγαλόστομοι κριτές, της πορδής εξεγερμένοι, στις πράξεις φτωχοί στα λόγια πλούσιοι, στα εισαγωγικά αριστεροί στα μεθύσια αναρχικοί, στη ζωή το συμφέρον, στη νιότη γερασμένοι και στα γεράματα μακάριοι προσκυνημένοι.
Εμείς είμαστε. Που τις νίκες μας φορέσαμε στο λαιμό ζητωκραυγάζοντας το τέλος της ιστορίας, που τις ήττες μας καλύψαμε με μαλακό γάντι για να μην μας πονέσουν οι ανοικτές πληγές. Εμείς. Που ταξιδέψαμε αργά, σε κρεβάτια ζεστά και που τώρα ξυπνάμε αργά. Εμείς ευτυχείς, εμείς λυπημένοι. Πότες μισοτελειωμένων μπουκαλιών, το δωμάτιο, κόλαση, μύρισε αλκοόλ, το μεθύσι δεν μας βγήκε σε καλό. Ανέβα στην ταράτσα και νίκησε τον αέρα που σε πνίγει, στείλε το μπουκάλι σου άδειο στα νέα κορμιά με ταχυδρόμο σου μια απελπισμένη προστακτική “περίσσεψε η τύχη μου και γκρέμισα τα τείχη μου ότι αγαπούσα τόδωσα κι ότι ποθούσα το `χασα”, κάψτε το δικό μας γράμμα, βγάλτε από την τρύπια τσέπη μας ένα κομμάτι στουπί, το τίμημα της ελευθερίας να πληρωθεί τοις μετρητοίς, με δόσεις δεν ανασταίνεται μια ζωή, στη μάχη που βλέπεις πως έρχεται, το οφείλεις, να βγεις πιο σοφός, ευτυχής, κάποτε ίσως και νικητής.