Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης: Γονείς που ζουν με τον εαυτό τους στο «ένδοξο» παρελθόν τους
Πολύ αργά για να πεθάνουν νέοι (Tarde Para Morir Joven)
Χιλή, 2018
Σκηνοθεσία: Ντομίνγκα Σοτομαγιόρ
Υπάρχουν ορισμένοι δημιουργοί που νιώθεις οικεία με το προσωπικό κινηματογραφικό σύμπαν τους. Δεν θέλεις να μιλήσεις για καλές ή μέτριες ταινίες τους, για μεγάλες διάρκειες, λειψά σενάρια κι εμμονές παρά μόνο γι’ αυτό που σου μεταδίδεται. Ένα μήνυμα ή μια αίσθηση που σου μεταδίδονται άμεσα.
Προσωπικά, έτσι νιώθω για την Χιλιανή Ντομίνγκα Σοτομαγιόρ (γεννημένη το 1986), μετά τις 2 ταινίες της που έχω δει. Η τελευταία της ταινία, η «Πολύ αργά για να πεθάνουν νέοι», η 3η μεγάλου μήκους ταινία της, δείχνει πια καθαρά ποιος είναι ο κινηματογραφικός της κόσμος: ταινίες που εκτυλίσσονται αργά ή μάλλον ήρεμα και χωρίς βιασύνη, μικρά γεγονότα καθημερινότητας που συσσωρεύονται, άνθρωποι τοποθετημένοι σε μεγάλα φυσικά τοπία, σχέσεις των γονέων με τα παιδιά τους. Η οικειότητα που νιώθω για το έργο της Σοτομαγιόρ έχει να κάνει με το ότι οι σχέσεις γονιών με παιδιά, φιλτράρονται μέσα από την ψυχοσύνθεση των παιδιών. Και πόσες ζώνες παιδικής ηλικίας καλύπτει η Σοτομαγιόρ! Από πολύ μικρά παιδιά έως εφήβους. Όλα, μέσα από τα αντίστοιχα στάδια ψυχικής εξέλιξής τους, προσπαθούν να βρουν τη δική τους θέση στον κόσμο, να μεγαλώσουν πριν την ώρα τους γιατί οι ενήλικες είναι απορροφημένοι στις δικές τους ιδεοληψίες, στο δικό τους ένδοξο προσωπικό παρελθόν- και στις δικές τους αποσύρσεις.
Έτσι και στο «Πολύ αργά για να πεθάνουν νέοι», που είδαμε στο 59ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, κάποιοι γονείς, παλιοί χίπηδες, φτιάχνουν ξύλινα σπίτια στο δάσος, στους πρόποδες του βουνού, και δημιουργούν τη δική τους κοινότητα. Με βάση τις δικές τους φαντασιώσεις, τις δικές τους επιθυμίες. Μέσα σ’ αυτές, δεν χωράνε τα παιδιά τους. Δεν δίνουν σημασία στις νεαρές ζωές που αναπτύσσονται κάθε μέρα κοντά τους και τα παιδιά πασχίζουν να τα βγάλουν πέρα τόσο με τη δική τους ενηλικίωση που συμβαίνει γοργά όσο και με την ουσιαστική αποχή των γονιών τους. Αυτοί οι παλιοί αναχωρητές που πια ζουν μια παλιά τους κατάσταση με το ν’ αναπαριστάνουν τις εικόνες της στο σήμερα, όταν πίνουν, όταν γιορτάζουν την πρωτοχρονιά μέσα στο δάσος, πίνουν, γελούν και ναρκισσεύονται με τις αναμνήσεις τους, φλερτάρουν μηχανικά, εξαγοράζουν, πιστεύουν ότι επιστρέφοντας στη φύση, αναβιώνουν μια ξεχασμένη φυσική κατάσταση αθωότητας. Δεν δίνουν σημασία στα παιδιά που χωρίς καμιά καθοδήγηση κι ενδιαφέρον, ανάβουν φωτιές στο δάσος, έχουν κλειδιά των αυτοκινήτων στα χέρια τους. Στα παιδιά τους που πια ερωτεύονται, που ανακαλύπτουν τις πρωτόγνωρες επιθυμίες του σώματός τους και της ψυχής τους. Όχι για να συμβουλέψουν και να παρέμβουν προστατευτικά παρά για ν’ αφουγκραστούν τις αλλαγές που σαστισμένα βιώνουν τα παιδιά, να είναι εκεί όταν τους χρειαστούν.
Η ταινία νιώθεις ότι κουράζει σε πολλά σημεία, ότι αφηγείται περισσότερα μικρά και καθημερινά γεγονότα απ’ όσα θα χρειάζονταν για να αντιληφθούμε την απόσταση των ενηλίκων από τα παιδιά τους, όμως, μας μεταδίδει τόσο άμεσα την ψυχοσύνθεση των νέων, που νιώθεις ότι βλέπεις κάτι από τον εαυτό σου να καθρεφτίζεται μέσα στην ιστορία της κι έτσι όλα αυτά σε αφορούν βαθιά.