Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης: «Χάρη» του Ίλια Ποβολότσκι – Τα ατέλειωτα χιλιόμετρα μιας χώρας φάντασμα
“Χάρη” (“Blazh” / “Grace”).
Σκηνοθεσία: Ίλια Ποβολότσκι.
Ηθοποιοί: Maria Lukyanova, Gela Chitava.
Ρωσία, 2023.
Σ’ έναν επαρχιακό δρόμο, στη μέση του πουθενά, ένας πιωμένος μεσήλικας άντρας πουλάει βιβλία έναντι ευτελούς αντιτίμου. Άραγε, ωθείται μόνο από οικονομική ανάγκη, είναι ότι δεν έχει έναν άνθρωπο να τα κληροδοτήσει, σαν περιουσιακό στοιχείο και σαν πνευματική κληρονομιά ή θα μπορούσε να ωθείται κι από απόγνωση, αναζητώντας συμπολίτες του που εξακολουθούν να διαβάζουν τα βιβλία των σπουδαίων συγγραφέων της πατρίδας τους; Ο πατέρας που διαβάζει κάθε βράδυ, θα αγοράσει δύο βιβλία ενώ η έφηβη κόρη του τον περιμένει στο φορτηγάκι τους βγάζοντας φωτογραφίες με την Polaroid της, συμπληρώνοντας εκείνες που έχει ήδη βγάλει στη διαδρομή τους.
Πλήθος νεκρών ψαριών έχουν ξεβραστεί και συλλέγονται από ανθρώπους με ειδικά εργαλεία, ντυμένους ολόσωμα με άσπρες προστατευτικές στολές. Θαρρείς ότι δεν κατανοείται ότι ο αργός θάνατος της έμβιας ζωής και της φύσης που επιφέρει την επιδείνωση της υγείας ενός πληθυσμού, συνιστά πραγματική απειλή για την ασφάλεια μιας χώρας- κι όχι όσοι αμφισβητούν εκείνη την εσωτερική σταθερότητα που εξυπηρετεί τα συμφέροντα των λίγων. Σε μια χώρα όπου καραδοκούν αστυνομικά μπλόκα για ελέγχους εγγράφων, όπου οι αστυνομικοί απαντούν κυνικά : “Εδώ χάνονται στρατιές ανθρώπων καθημερινά σε πάρτυ κι εσύ ανησυχείς επειδή δεν βρίσκεις το παιδί σου;”, άραγε, πόσοι αντιλαμβάνονται τους εχθρούς εντός των τειχών;
Μεγάλα κτίρια με σπασμένα τζάμια που κάποτε στέγαζαν γιορτές και δημόσιες εκδηλώσεις, σαπίζουν στο πέρασμα του χρόνου, μια εγκαταλειμμένη πόλη όπου κατοικεί μονάχα ένας τελευταίος άνθρωπος. “Όλοι πια φεύγουν για τις πόλεις”, του είχε πει πριν μέρες, πριν καιρό, ο πιωμένος μεσήλικας που πουλούσε βιβλία. Σ’ αυτήν την πόλη-φάντασμα, μια γυναίκα εξακολουθεί να αντικαθιστά το υγρό στα δοχεία του μετεωρολογικού σταθμού, σαν τιμητική τελετουργία του παρελθόντος, σαν καθημερινή τέλεση ενός μνημοσύνου για μια περασμένη εποχή. “Που στέλνεις τα στοιχεία που συλλέγεις;”, θα την ρωτήσει η έφηβη- χωρίς να πάρει απάντηση.
Ένα ταξίδι 5.000 χιλιομέτρων, πατέρας και κόρη μέσα σε ένα παλιό φορτηγάκι, από τα βουνά του Καυκάσου ως τη θάλασσα του Αρκτικού ωκεανού, μια διαδρομή μέσα από στέπες, απέραντες εκτάσεις με ηλεκτρικούς πυλώνες κι ανεμογεννήτριες, σκονισμένους ή χιονισμένους αλλά πάντα άδειους δρόμους που οδηγούν σε αραιοκατοικημένα ή ερημωμένα Ρώσικα τοπία, στην περιφέρεια μιας αχανούς χώρας που “κάποτε αποκαλούσαν πατρίδα τους”, όπου εξαπλώνονται η εγκατάλειψη, μια αποσύνθεση. Συναντούν ανθρώπους από διαφορετικές φυλές και γλώσσες που προτίμησαν να μείνουν στις πατρογονικές εστίες αντί να μετακομίσουν στα νεοσύστατα τότε ομόγλωσσα κι ομόθρησκα κράτη- πατρίδα είναι ο τόπος που συνδέεται με τη μνήμη των πιο σημαντικών γεγονότων της προσωπικής μας ιστορίας, είναι η έγνοια γι’ αυτόν τον τόπο, εκεί όπου ζήσαμε εμείς και οι δικοί μας άνθρωποι, και κοινή πατρίδα όλων των ανθρώπων, είναι η κοινή ανθρώπινη ιστορία στις διάφορες παραλλαγές της κι εποχές της, αυτή των κοινών φόβων, της μνήμης του αβάσταχτου πόνου από τους άδικους θανάτους αγαπημένων προσώπων σε πολέμους και μάχες, της μισαλλοδοξίας και του κοινωνικού αποκλεισμού, της φτώχειας, της δυστυχίας και της καταπίεσης. Η αντίθεση ανάμεσα στους ανοιχτούς ορίζοντες και τον περιορισμένο χώρο μέσα στο φορτηγάκι όπου πατέρας και κόρη συμβιώνουν αναγκαστικά (δεν μαθαίνουμε τα ονόματά τους- άραγε, συμβολίζοντας τις τεταμένες σχέσεις ανάμεσα στις γενιές, ιδιαίτερα στη μετακομμουνιστική εποχή όπου τα βιώματά τους διαφέρουν ριζικά;), μιλούν ελάχιστα μεταξύ τους κι όσα λένε, κρύβουν πολύ περισσότερα από όσα φανερώνονται. Θαρρείς ότι ο πατέρας διαβάζει για να θυμάται εκείνη τη χώρα και η κόρη βγάζει φωτογραφίες για να μαθαίνει αυτήν τη χώρα. Και, οι μεγάλες σιωπές τους θα ‘λεγες ότι αντανακλούν στον ψυχισμό τους, τα άδεια από ζωή τοπία που συναντούν σ’ αυτά τα ατελείωτα χιλιόμετρα. Πρόσωπα της προηγούμενης γενιάς όπου έχει αποτυπωθεί η θλίψη και η ήττα, και πρόσωπα της νέας γενιάς που έχει αποτυπωθεί η απόγνωση κι ο θυμός- αισθάνεσαι ότι κανένας δεν θα μπορέσει να χαμογελάσει ξανά πια.
Ο πλανόδιος κινηματογράφος που στήνουν σε περιοχές όπου ακόμα δεν έχει φτάσει το internet, προσφέρει στους ντόπιους αυτών των φτωχών, απομονωμένων περιοχών, σαν εξόριστοι στην πατρίδα τους, μια δυνατότητα να μοιράζονται μια συλλογική εμπειρία, να βιώνουν την ύπαρξη ενός άλλου κόσμου από τον δικό τους. Η ζωή στην περιφέρεια, οι μικροδουλειές και οι μικροπαρανομίες για την επιβίωση, άνυδρα μέρη όπου το πόσιμο νερό μεταφέρεται σε κουβάδες από πηγές χιλιόμετρα μακριά, υποφωτισμένοι επαρχιακοί σταθμοί ανάπαυσης για τους οδηγούς με φτηνό φαγητό όπου αδύνατες γυναίκες (μάλλον από έλλειψη επαρκούς ποσότητας τροφής) εκπορνεύονται σε σκυθρωπούς οδηγούς φορτηγών, ζωές στεγνές από συγκινήσεις, ένα ταξίδι σε έναν τόπο αναμνήσεων για τον πατέρα, έναν άγνωστο, πνιγηρό τόπο για την έφηβη που θέλει να ανεξαρτητοποιηθεί με τους δικούς της όρους, τη δική της ζωή. Μια χώρα όπου έχει απλωθεί ένα πέπλο σιωπής ανάμεσα στους ανθρώπους, ανάμεσα στους ίδιους και τα όνειρά τους. Μια χώρα που πάντα ζει με την απειλή του επερχόμενου χειμώνα. “Παράδοξο. Το να γνωρίζεις το μέλλον, το κάνει αναπόφευκτο”, λέει ο πατέρας στο κορίτσι που αδιαφορεί για το απόσταγμα της εμπειρίας του, που αποζητά την ενηλικίωσή του με τους δικούς του όρους. Ποιο είναι το ήδη γνωστό- και γι’ αυτό, αναπόφευκτο- μέλλον αυτής της χώρας;
Ένα αντιδραματουργικό ταξίδι με αποψυχολογικοποιημένη ατμόσφαιρα. Σκόπιμα δεν αναπτύσσονται οι χαρακτήρες, μπορούμε μόνο να διαισθανθούμε ορισμένα πράγματα για την ψυχοσύνθεσή τους, κυρίως μέσα από ό,τι έχει αποτυπωθεί στις εκφράσεις των προσώπων τους. Δεν είναι εύκολο να γράψεις γι’ αυτήν τη σιωπηλή, σκοτεινή ταινία, ανένδοτα, ερμητικά κλειστή στα νοήματά της ταινία όπου παρέχονται ελάχιστες πληροφορίες. Όσο κι αν κατανοούμε τη μεταφορική λειτουργία της, όσο κι αν μεταδίδονται ένας κυνισμός των καιρών μας και μια θνησιγενής ψυχική κατάσταση, θα θέλαμε μια λίγο μεγαλύτερη δραματουργία, μια λίγο μεγαλύτερη σκιαγράφηση των χαρακτήρων. Όμως, η ταινία μας χαρίζει το ωραίο, ατμοσφαιρικό κινηματογραφικό ταξίδι! Με αργό ρυθμό, μεγάλες πανοραμίκ λήψεις, φωτογραφία με κόκκο που υποδηλώνει μια προϊούσα φθορά σε έναν τόπο όπου οι άνθρωποι πρέπει να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους, χωρίς τη συνδρομή των κρατικών θεσμών- άραγε, όσοι ζουν στην περιφέρεια, διασώζονται απ’ αυτήν τη διάβρωση που τους περικυκλώνει; Ταυτόχρονα, η ταινία μιλά για μια γυναικεία ενηλικίωση και την ανάγκη διατήρησης μιας γυναικείας ματιάς πάνω στον κόσμο μας: όπως έχει δηλώσει ο σκηνοθέτης, “αυτήν τη Ρωσία που είναι ένα μωσαϊκό, μια ζωντανή πραγματικότητα γεμάτη αντιθέσεις, μοιράζομαι με το βλέμμα του θηλυκού χαρακτήρα μέσω των φωτογραφιών της. Γιατί έχει μάθει να κατανοεί με ευαισθησία τον κόσμο”. Προσφέρει μια δυνατή εμπειρία η θέαση της ταινίας, διατηρώντας την προσοχή μας σε εγρήγορση, που μόνο σε μεγάλη οθόνη επικοινωνούμε με την ατμόσφαιρά της. Ένα σινεμά που λείπει στους καιρούς μας.
* Την ταινία «Χάρη» την είδαμε στο 64ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης – Τμήμα: Διεθνές Διαγωνιστικό