Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης: «Δίλημμα» του Μανί Κολ – Το φάντασμα του ξεχασμένου έρωτα στις πατριαρχικές κοινωνίες

“Δίλημμα” (“Duvidha”)
Σκηνοθεσία: Μανί Κολ.
Ηθοποιοί: Kana Ram, Raisa Padamsee, Hardan.
Ινδία, 1973.
Εκείνες τις λίγες στιγμές που το θλιμμένο πρόσωπο της νεαρής γυναίκας μένει ακάλυπτο από το σκουρόχρωμο βέλο της, την ερωτεύεται το φάντασμα που κατοικεί στα ψηλότερα κλαδιά της μεγάλης συκιάς. Η πρωτόγνωρη, βέβηλη σκέψη να κατακτήσει το σώμα της, καταλήγει σε συμπόνια για τη γυναίκα, τόσο θλιμμένη, τόσο σιωπηλή, τόσο μόνη, τόσο νέα. Η άμαξα ξεμακραίνει από το δέντρο συνεχίζοντας το ταξίδι της στους σκονισμένους χωματόδρομους προς το καινούριο σπιτικό της όπου θα ζει με τους γονείς του νεαρού συζύγου της, αποκομμένη πια από την οικογένεια και τους φίλους της- ακόμα πιο μόνη σ’ έναν γάμο που δεν τον διάλεξε εκείνη και με τον άντρα να φεύγει αμέσως: οι καιροί είναι ευνοϊκοί για εμπόριο και η προοπτική για απόκτηση χρημάτων υπερτερεί παραδοσιακά πάνω σ’ αυτήν της γαμήλιας ζωής. Ακόμα κι αν ο άντρας δεν επιθυμούσε τη συγκεκριμένη εξέλιξη, φεύγει σεβόμενος τις παραδόσεις, έχοντας όμως πρώτα κατοχυρώσει μέσω του γάμου τη δέσμευση της γυναίκας να τον περιμένει υπομονετικά. Σ’ αυτές τις κοινωνίες όπου έχει απαξιωθεί η φυσική ανθρώπινη ανάγκη και επιθυμία για έρωτα, αγάπη και συντροφικότητα, κυριαρχεί η περηφάνια της ιδιοκτησίας για τους άντρες και η θλίψη για τις γυναίκες.
Ποιου νεκρού εαυτού, νεκρού ανθρώπου ή νεκρής ανθρώπινης κατάστασης το πνεύμα εμψυχώνει αυτό το φάντασμα που κατοικεί σε ένα μεταίχμιο ανάμεσα σ’ έναν άλλον κόσμο και τον δικό μας; Πώς ο πόθος του έρωτα δονεί την άυλη ύπαρξή του; Ποια νοσταλγία για τον πραγματικό μας κόσμο, το ωθεί στην απόκτηση υλικής διάστασης; “Λαχταράω έρωτα και τρυφερότητα”: θα γεννηθεί μέσα από τα σύννεφα και αυτή η υλοποιημένη πλέον σκιά θα ολοκληρώσει την ενσάρκωσή της μέσα στο λαμπερό φως του ήλιου που αντανακλάται εκτυφλωτικά πάνω στο ασπροβαμμένο των τοίχων. Θα ολοκληρωθεί στο πιστό αντίγραφο του συζύγου της νεαρής γυναίκας, ως ύπαρξη με τον δικό της ψυχισμό, αντίθετο του συζυγικού- ή θα μπορούσε να ήταν η καταπιεσμένη πλευρά του συζύγου, η απωθημένη πλευρά κάθε εξαναγκασμένα απόντα συζύγου; Ή, άραγε, είναι το δικό της όνειρο που τον πραγματώνει ως ύπαρξη πριν η θλίψη προλάβει να την απορροφήσει; Και, πως θα μπορούσε να εξελιχθεί μια τέτοια σχέση; Θα μπορούσε να εμπνεύσει κι άλλους ανθρώπους, να τους αφυπνίσει θυμίζοντάς τους ότι έχουμε εξορίσει τον έρωτα, την αγάπη και τη συντροφικότητα σε έναν κόσμο ιδεών ώστε να δικαιολογούμε τον διαχωρισμό μας απ’ αυτές στην καθημερινή μας ζωή, όσο πιο ξεχασμένες, τόσο πιο μακρινές στον ρεαλιστικό μας κόσμο όπου ζούμε;
“Αν δεν μπόρεσα να αρνηθώ στον άντρα μου να φύγει, πως θα μπορούσα να αρνηθώ στο φάντασμα να ζήσει μαζί μου;”. Ποιος είναι ο πραγματικός, ο αληθινός αγαπημένος, ο σύντροφος, ο σύζυγος της νεαρής γυναίκας; Είναι, άραγε, λιγότερο πραγματικό το ενσαρκωμένο πνεύμα της αγάπης σε σύγκριση με τον άνθρωπο που γεννήθηκε στον υλικό κόσμο; Κι αν ο “αρχικός” σύζυγος μπορεί να επικαλεστεί τις παιδικές του αναμνήσεις ώστε να αποδείξει την πραγματικότητα της ύπαρξής του, ποια είναι τελικά η σημασία, η ανάγκη να αποδειχτεί αυτό; Άραγε, σ’ αυτήν την κοινωνία, είναι επιτρεπτό να υπάρχουν δύο ολόιδιοι άντρες όπου ο καθένας θα ζει τη δική του ζωή- και, κυρίως, είναι ελεύθερη η γυναίκα να επιλέξει; Γιατί είναι μικρότερη η σημασία της ευτυχίας από τον σεβασμό των παραδόσεων, της γνωστής, θεσμικής τάξης πραγμάτων που επιβάλλει μια συγκεκριμένη ηθική, θεωρώντας τους ανθρώπους ανίκανους από τη φύση τους να ζήσουν ειρηνικά κι αλληλέγγυα; Πως σ’ έναν κόσμο χωρίς αγάπη, οι κατώτεροι ταξικά άνθρωποι αναγνωρίζουν προνόμια σ’ αυτούς των ανώτερων οικονομικά τάξεων που δεν απολαμβάνουν οι ίδιοι, αποδεχόμενοι αυτήν την πραγματικότητα ως φυσική; (“Το να έχεις δύο συζύγους είναι αποδεκτό για τους πλούσιους. Για τους φτωχούς, όμως, είναι αμαρτία”). Γιατί οι απαντήσεις σε αυτά τα διλήμματα θεωρούνται προκαθορισμένες;
Βασισμένη σε ένα λαϊκό παραμύθι από την Ινδία και με πολύ χαμηλό προϋπολογισμό (με τη συμβολή των κατοίκων του χωριού στην ερημική περιφέρεια του Ρατζαστάν, που μείωσαν σημαντικά τη χρήση ηλεκτρικού ρεύματος κατά τα γυρίσματα κι ασβέστωσαν κάθε γωνιά που θα φιλμαριζόταν), η ταινία μιλά για την αγάπη πέρα από χρόνο και χώρο, σε μια υπερφυσική ιστορία πάνω σε γηγενή μύθο με οικουμενικά μηνύματα, αρθρώνοντας επιπλέον ένα σχόλιο για τη θέση της γυναίκας στις πατριαρχικές, φεουδαρχικές κοινωνίες. Είναι η σκηνοθετική πρωτοτυπία, για την οποία έχουν γραφτεί πολλές αναλύσεις (όπως και για το συνολικό έργο του Κολ) που κάνει ξεχωριστή την ταινία, μεταδίδοντας μια μυστηριακή αίσθηση: η μη γραμμική αφήγηση με πλάνα που παγώνουν, φωτογραφίες των προσώπων που παρεμβάλλονται, πλάνα στατικά όπου μετά από λίγο κινείται μονάχα ένα βλέφαρο ή ένα χέρι, απότομα κοψίματα στα πλάνα (jump cuts) και υπερθέσεις εικόνων που συνυπάρχουν πριν σβήσει η προηγούμενη, οι εναλλαγές των μονολόγων ή διαλόγων μεταξύ των ηρώων με την αφήγηση μέσω μιας φωνής εκτός κάδρου που συχνά δηλώνει τα συναισθήματα, οι μονόλογοι ή οι διάλογοι μεταξύ των ηρώων με ακίνητα τα στόματα σαν ο ένας να αφουγκράζεται την εσωτερική φωνή του άλλου, οι αντισυμβατικές λήψεις που εστιάζουν σε μέρη του σώματος (ο σκηνοθέτης έχει καταθέσει την επιρροή του από τον μεγάλο Ρομπέρ Μπρεσσόν) και, ιδιαίτερα, σε μέρη του προσώπου- και, απρόσμενα, γκρο πλάνα στα βλέμματα που κόβουν την ανάσα- οι συναισθηματικά αποστασιοποιημένες ερμηνείες με φωνές ακύμαντες, μονότονες και φράσεις αποσπασματικές- μια θραυσματικότητα που αποπροσανατολίζει από τα στερεότυπά μας, κρατώντας μας σε εγρήγορση (είναι χαρακτηριστική η σκηνή της γέννησης με λήψεις από μεσαία απόσταση σε ένα γυναικείο πρόσωπο σχεδόν ανέκφραστο όπου, ξαφνικά, ακολουθεί ένα κοντινό πλάνο, με το πρόσωπο σκεπασμένο από το χέρι της), οι εικαστικοί πειραματισμοί, η μουσική επένδυση που τονίζει τα δρώμενα ή αποδυναμώνει σκόπιμα τη δραματικότητά τους. Μιλώντας για την τεχνοτροπία του, ο Κολ είχε δηλώσει ότι επέλεγε να μην γράφει σενάρια ούτε να προσχεδιάζει μια βασική δομή αλλά, αντίθετα, προτιμούσε να αφήνεται και να οδηγείται ο ίδιος στην ταινία.
Στοχαστικά και, ταυτόχρονα, παιχνιδιάρικα, για το πέρασμα του χρόνου ενώ τα πρόσωπα παραμένουν ίδια χωρίς να έχουν αλλάξει στο ελάχιστο, για την πραγματικότητα που διαβρώνεται από το φανταστικό που ενδεχομένως, ως έναν βαθμό, να είναι ό,τι δεν συλλαμβάνει η περιορισμένη άμεση αντίληψή μας, το υπερφυσικό που ενδεχομένως, ως έναν βαθμό, να είναι η ανάδυση αθέατων, κρυμμένων, εξορισμένων πλευρών αυτού που έχουμε συρρικνώσει ως πραγματικότητα. Και, βέβαια, αυτή η πλούσια χρωματική παλέτα, οι αποχρώσεις του κόκκινου και του πορτοκαλί σε άσπρο φόντο που άλλοτε υπογραμμίζουν τις συναισθηματικές καταστάσεις κι άλλοτε λειτουργούν αντιστικτικά, πάντα, όμως, με τη δική τους αυτόνομη ύπαρξη: σύμφωνα με τον Κολ, “τα χρώματα αυτονοηματοδοτούνται χωρίς να αντιπροσωπεύουν ή να τονίζουν άλλα νοήματα”. Το “Δίλημμα” χαράσσεται στη μνήμη μας.
* Την ταινία “Δίλημμα” την είδαμε στο 64ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης – Τμήμα: Φαντάσματα.