Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης: “Xenia” – Τρυφερό road movie, μετά από 25 χρόνια ρατσιστικής αντιμετώπισης των Αλβανών μεταναστών
“Xenia”
Σκηνοθεσία: Πάνος Χ. Κούτρας
Πρωταγωνιστούν: Κώστας Νικούλη, Νίκος Γκέλια, Γιάννης Στάνκογλου, Μαρίσα Τριανταφυλλίδου
Ελλάδα (2014)
– “Γιατί όχι; Έχεις κάθε δικαίωμα Όντι. Είμαστε μισοί Έλληνες”. Από τη μία, ο Όντι θυμώνει με τον παρορμητισμό του Ντάνι επειδή δεν θέλει να του απευθύνονται με το Αλβανικό του όνομα παρά μόνο με το αντίστοιχο Ελληνικό, αυτό του Οδυσσέα. Και από την άλλη, ο Όντι έχει ανάγκη αυτόν τον παρορμητισμό τού μικρότερου του αδελφού που τον παροτρύνει να συμμετάσχει σε γνωστό Ελληνικό τηλεοπτικό talent show για ανάδειξη τραγουδιστών.
Το 2014, τέσσερα χρόνια μετά την πρώτη υπαγωγή της Ελλάδας σε μνημόνιο και την έναρξη της οικονομικο-κοινωνικής κρίσης, δύο χρόνια μετά την είσοδο της χρυσής αυγής για πρώτη φορά στη Βουλή (με 18 βουλευτές) κι έναν χρόνο μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, τα τάγματα εφόδου της ακροδεξιάς οργάνωσης εξακολουθούν να αλωνίζουν στους δρόμους με την ανοχή της αστυνομίας, κυνηγώντας, ξυλοκοπώντας και τραυματίζοντας σοβαρά πρόσφυγες, μετανάστες, κάθε αλλοδαπό που, κατά την τερατώδη θεωρία τους, ανήκει σε κατώτερη εθνότητα και φυλή. Το 2014, επίσης, συμπληρώνονταν 25 χρόνια ρατσισμού κατά των μεταναστών από την Αλβανία, από την αρχή της δεκαετίας του 1990 όταν η Ελλάδα ήταν για εκείνους ο γειτονικός οικονομικός παράδεισος έως τη σύγχρονη εποχή του τέλους της ευημερίας και του μύθου της “ισχυρής Ελλάδας”- και στην ταινία συμβολίζεται από το ερημωμένο πια ξενοδοχείο της γνωστής αλυσίδας κρατικών ξενοδοχείων “Ξενία” το οποίο για λίγο αποκτά ζωή από τα δύο αδέλφια που θα μείνουν εκεί: πέρα από την οικονομική κρίση, συμβολίζεται η ξιπασιά της σύγχρονης Ελλάδας να θεωρεί τον εαυτό της ως αυτοδίκαιη κληρονόμο του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, ξεχνώντας, απωθώντας ή αγνοώντας ότι ο θεός Δίας ήταν γνωστός ως Ξένιος Δίας κι ότι η ιδέα της φιλοξενίας ήταν θεμελιώδες Ελληνικό έθιμο. Ανάμεσα σε εκείνους τους μετανάστες, ήταν η μητέρα των δύο αδελφών που είχε έρθει εδώ με σπουδές στο ωδείο των Τιράνων, καταλήγοντας στα Ελληνικά επαρχιακά κέντρα διασκέδασης ως τραγουδίστρια: τίτλοι σπουδών, εργασιακή εμπειρία, μόρφωση, η καλλιέργεια των ανθρώπων από το τέως Ανατολικό μπλοκ, δεν εκτιμήθηκαν ούτε αξιοποιήθηκαν. Η ρατσιστική στάση της ελληνικής κοινωνίας επεκτεινόταν στους απογόνους των μεταναστών ακόμα κι αν είχαν γεννηθεί στην Ελλάδα, όπως ο Όντι/Οδυσσέας κι ο Ντάνι, με Έλληνα πατέρα και Αλβανή μητέρα: κι όμως, τα δύο αδέλφια δεν έχουν ελληνική υπηκοότητα επειδή πρέπει πρώτα να αναγνωριστούν από τον πατέρα τους, εξαφανισμένο εδώ και 12 χρόνια όταν “βγήκε για τσιγάρα και δεν επέστρεψε ποτέ”, όπως θα πει ο Ντάνι. Στην Ελληνική κοινωνία με την πατριαρχική θέαση, μόνο η πατρική αναγνώριση θα τους επιτρέψει να πάψουν να είναι αλλοδαποί στη χώρα γέννησής τους .
Ο Όντι/Οδυσσέας, κοντά στα 18 του κι όλο και πιο κοντά στο φάσμα της απέλασής του, έχει επιλέξει όνομα από την εθνικότητα τού πατέρα του- και θαρρείς ότι ορισμένα υπόγεια, ασυνείδητα νήματα απώθησης αλλά κι έλξης απ’ αυτόν τον ωθούν αφ’ ενός στη χαρακτηρολογική διαφοροποίηση (φοβισμένος γιος / νταβατζής πατέρας) κι αφ’ ετέρου, σε μια παρόμοια στάση προς τη μητέρα και τον αδελφό του, έστω και με διαφορετικά κίνητρα: ο Όντι/Οδυσσέας είχε εγκαταλείψει τη μητέρα του αφήνοντας τη φροντίδα της στον μικρό του αδελφό επειδή δεν άντεχε να την βλέπει να αυτοκαταστρέφεται με το αλκοόλ και δεν απαντούσε στα τηλεφωνήματα του Ντάνι. Το βαθύ τραύμα της πατρικής εγκατάλειψης τον ευνουχίζει, ιδιαίτερα στην έκφραση των συναισθημάτων του- η απώθηση των συναισθημάτων πάντα προσφέρει μια προσωρινή απάλυνση του πόνου και διατηρεί σε εκκρεμότητα την αποσαφήνιση της προσωπικής ταυτότητας: ο Όντι/Οδυσσέας δεν γελάει εύκολα, το βλέμμα του σκιάζεται από τη θλίψη, αποφεύγει τη σύνδεση με τους άλλους, είναι πατρικός με τον μικρότερό του αδελφό αλλά περισσότερο κάνοντάς του συστάσεις και παρατηρήσεις, θέλει να περνάει απαρατήρητος, φοβάται να επιδιώξει το όνειρό του να γίνει τραγουδιστής παρά το ότι έχει κληρονομήσει το μεγάλο ταλέντο της μητέρας του. Αντίθετα ο Ντάνι, κοντά στα 16 του, έχει αποσαφηνίσει τη δική του ταυτότητα: δεν κρύβει την ομοφυλοφιλία του (και γίνεται διπλός στόχος ρατσισμού, όχι μόνο από τους Έλληνες αλλά και τους Αλβανούς ετεροφυλόφιλους), είναι αυθόρμητος, με θέρμη στις σχέσεις του, καπετάν φασαρίας και τσαμπουκαλής μπροστά στην αδικία, πάντα έτοιμος για καυγάδες ακόμα και με τους μπάτσους χωρίς να φοβάται τις συνέπειες, διατηρεί άθικτη την παιδικότητά του (έχει πάντα ένα γλειφιτζούρι στο στόμα του), η εφηβική και χαρακτηρολογική του ορμή γεννά ανεπιθύμητους μπελάδες για τον αδελφό του. Η επιλογή του ονόματος από την εθνικότητα της μητέρας υποδηλώνει τη σθεναρή του επιθυμία για ενσωμάτωση χωρίς να χάσει τον εαυτό του.
Η αρχική φρεσκάδα και η feelgood ατμόσφαιρα της ταινίας σταδιακά αποδυναμώνονται καθώς αρχίζει το οδοιπορικό των δύο αδελφών αναζητώντας τον πατέρα τους: οι χαρακτήρες γίνονται σχηματικοί παρά τις πειστικές ερμηνείες- ιδιαίτερα τη μπριόζικη ερμηνεία του Κώστα Νικούλη ως Ντάνι που εκπέμπει την αύρα ενός εκκολαπτόμενου σταρ- οι συγκρούσεις είναι στρογγυλεμένες, η μεγάλη διάρκεια αποδυναμώνει την παιχνιδιάρικη ροή και τα μιούζικαλ ιντερμέδια αποδυναμώνουν τον ρυθμό, η σεκάνς στο εγκαταλειμμένο ξενοδοχείο είναι ενδιαφέρουσα αλλά μοιάζει με απομονωμένη νησίδα δραματουργικά (όπου υπάρχει, ωστόσο, μια απίθανη σκηνή, αυτή της αναπαράστασης μιας Σαμουράι μονομαχίας από Ιαπωνικές ταινίες!). Επίσης, υφέρπει μια προκατάληψη ενάντια στους ετεροφυλόφιλους άντρες μέσω του άκαρδου, νταβατζή, χρυσαυγίτη πατέρα και του φοβισμένου Όντι/Οδυσσέα. Στο τελευταίο μέρος, όμως, η ταινία αποκτά συνοχή κι εσωτερική ένταση όταν τα δύο αδέλφια βρίσκουν τον πατέρα- ή, ενδεχομένως, έναν άνθρωπο με τα χαρακτηριστικά τού πατέρα τους όπου θα μπορέσουν να προσωποποιήσουν τον πόνο της πατρικής εγκατάλειψης και την απαίτηση για αναγνώριση (κι αποζημίωση), ανασύροντας πια από μέσα τους τη δυνατότητα για ουσιαστικές ερωτικές σχέσεις. Τι ευφυής ασάφεια: γιατί, δεν παύει να συνιστά δικαιοσύνη ο εξευτελισμός ενός ευυπόληπτου, ακροδεξιού άντρα που θα πληρώσει τις αμαρτίες του πραγματικού πατέρα. Σ’ αυτό το τελευταίο μέρος, γονιμοποιείται δραματουργικά η αχαλίνωτη, ζωογόνα φαντασία του Ντάνι που βιώνεται ως παράλληλη πραγματικότητα, οι ψυχαναλυτικές αναφορές ολοκληρώνουν τη σκιαγράφηση των χαρακτήρων, η ιστορία αποκτά οικουμενική διάσταση και η τρυφερότητα του Κούτρα για τους ήρωές του μας αγγίζει.
Είδαμε την ταινία “Xenia” στο 65ο φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης- αφιέρωμα στον Πάνο Χ. Κούτρα.