Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης: «Σπιτικό για αρχάριους» – Ένα ανθρώπινο μελίσσι επιδεικτικής διαφορετικότητας
Σπιτικό για αρχάριους” (“Domakinstvo za pocetnici”/ “Housekeeping for Beginners”).
Σκηνοθεσία: Γκόραν Στολέφσκι.
Ηθοποιοί: Αναμαρία Μαρίνκα, Σαμσόν Σελίμ, Βλάντιμιρ Τίντορ, Μία Μουστάφι.
Βόρεια Μακεδονία, 2023.
Η Ντίτα είναι περίπου 45 χρονών κι εργάζεται στην Κοινωνική Πρόνοια. Ζει σ’ ένα μεγάλο σπίτι στα περίχωρα της πόλης των Σκοπίων μαζί με τον πολύ καλό της φίλο και συνομήλικο Τόνι, μαζί με την καμιά 30αριά χρονών Σουάντα και τα δύο παιδιά της, την έφηβη Βανέσσα και την πιτσιρίκα Μία που και οι τρεις τους είναι Ρομά, και μαζί με τρεις πανκ, queer νεαρές οι οποίες έχουν διωχθεί από τις βιολογικές οικογένειές τους χωρίς ωστόσο να διακατέχονται από θυμό ή πίκρα παρά ξεχειλίζουν θετική διάθεση για όλους και όλα. Στους κατοίκους αυτού του σπιτιού, θα προστεθεί κι ο 19χρονος ομοφυλόφιλος Αλί με τα βαμμένα καστανόξανθα μαλλιά και τα κόκκινα νύχια, Ρομά από την παραγκούπολη της Σούτκα, την “παγκόσμια πρωτεύουσα των Ρομά”, όπως την αποκαλεί. Ποιες διαπροσωπικές σχέσεις έχουν αναπτυχθεί ανάμεσα στα μέλη αυτής της τόσο διαφορετικής οικογένειας, ποιοι και ποιες έχουν ερωτική σχέση μεταξύ τους και ποιες δυναμικές αναπτύσσονται σ’ αυτόν τον χώρο ανάμεσα σε όλες κι όλους;
Η Ντίτα μαζί με την Σουάντα που πάσχει από καρκίνο του παγκρέατος, περιμένουν υπομονετικά τον γιατρό να τελειώσει τα προσωπικά τηλεφωνήματά του, πρώτα με τη σύζυγό του και μετά μ’ έναν φίλο του μιλώντας για ποδόσφαιρο. Μία άλλη απελπισμένη Ρομά γυναίκα θα ανοίξει την πόρτα τού γραφείου του και θα διαμαρτυρηθεί για τη δική της εξάωρη αναμονή. Ο γιατρός θα τη διώξει βάζοντας τις φωνές- αυτό ήταν για την Σουάντα: θα αρχίσει να πετάει κάτω όλα τα αντικείμενα από το γραφείο του παρά τις παραινέσεις της Ντίτα να παραμείνει ψύχραιμη, έξαλλη θα τον ρωτάει αν θα συμπεριφερόταν με την ίδια αγένεια σε μια λευκή συμπατριώτισσά του. Όμως, καθώς καμία θεραπεία δεν είναι εφικτή για τη μαχητική Σουάντα που θα απαιτήσει από την Ντίτα να αναλάβει τη γονεϊκή ευθύνη των παιδιών της ώστε το ορφανό κοριτσάκι της να μην έχει επώνυμο Ρομά και να μην βιώσει τις διακρίσεις που είχε βιώσει η ίδια, όπως, για παράδειγμα, τους χαμηλότερους βαθμούς από τα «λευκά κορίτσια» στο σχολείο αν κι έγραφε εξίσου καλά στα διαγωνίσματα. Αν και η Ντίτα δεν θέλει να γίνει μητέρα- και τα κορίτσια δεν θέλουν να γίνουν κόρες της- θα υπερισχύσουν η αγάπη και το ηθικό της χρέος προς την ετοιμοθάνατη αγαπημένη της. Από άποψης νόμου, όμως, η ανάληψη της επιμέλειας των παιδιών είναι εφικτή μόνο μέσω μιας ετεροφυλόφιλης οικογένειας με ανδρόγυνο γονεϊκό ζευγάρι…
Ήδη από την εναρκτήρια σκηνή της ταινίας έχει απεικονιστεί ο κυρίαρχος κοινωνικά ρατσισμός ενάντια στους Ρομά, με το σπίτι της Ντίτα να γίνεται ένα καταφύγιο- και ήδη από την εναρκτήρια σκηνή έχει γίνει αισθητή η υπερβολή που χαρακτηρίζει την ταινία, μέσω της πολύωρης αναμονής των ασθενών και του παντελώς αδιάφορου γιατρού (κρατικού υπαλλήλου, προφανώς). Το στοιχείο της υπερβολής αγγίζει, όμως, και τον σκοπό της συμπεριληπτικότητας καθώς η διαφορετικότητα της σύνθεσης αυτής της οικογένειας γίνεται επιδεικτική: η Ντίτα δεν είναι μόνο ομοφυλόφιλη, επιπλέον η σύντροφός της είναι Ρομά, και μάλιστα, με σημαντική ηλικιακή διαφορά ανάμεσά τους ενώ ο Τόνι δεν είναι μόνο ομοφυλόφιλος, επιπλέον ο εραστής του που εξελίσσεται σε σύντροφό του, είναι Ρομά, και μάλιστα με ακόμα μεγαλύτερη ηλικιακή διαφορά ανάμεσά τους- έστω και άθελα των δημιουργών της ταινίας, υφέρπει ένας ηλικιακός ρατσισμός…
Υπάρχει μια έντονη αίσθηση προκατασκευασμένου και πρόκλησης, γίνεται αντιληπτό ότι επιδιώκεται η δημιουργία της εικόνας μιας όσο πιο «παράδοξης», υπέρ-διαφορετικής, ασυνήθιστα ασυνήθιστης συμπεριληπτικής οικογένειας ώστε να υπερτονιστεί πόσο όμορφο είναι να έρχονται κοντά οι άνθρωποι υπερβαίνοντας τα στερεότυπα, τις προκαταλήψεις και τούς φόβους τους (ακόμα κι ανάμεσα στους Ρομά που αρχικά αναπαράγουν τους διαχωρισμούς της φυλής τους) και πόσο όμορφο είναι για ένα μικρό παιδί να μεγαλώνει μέσα σε ένα κλίμα απόρριψης κάθε ετεροκαθορισμένης κανονικότητας που επιβάλλεται από τα κοινωνικά πρότυπα- σε σημείο που αναρωτιόμαστε αν ένα λευκό ομοφυλόφιλο αγόρι θα είχε θέση εκεί μόνο και μόνο επειδή ως λευκό θα μπορούσε να θεωρείται ως προνομιούχο σε σχέση με τους Ρομά. Πόσο μακριά βρισκόμαστε από τη φυσικότητα παρόμοιων καταστάσεων στις ταινίες του μεγάλου Χιροκάζου Κόρε-Εντα όπου οι άνθρωποι σχηματίζουν τόσο ανθρώπινα και τόσο φυσικά μια αληθινά δική τους οικογένεια έγνοιας και αποδοχής που δεν βασίζεται κατ’ ανάγκη σε αιματολογικά δεδομένα.
Οι συγκρούσεις, αν και με αληθοφάνεια, δεν έχουν καμία οξύτητα- θαρρείς ότι αρκεί η ιδιότητα του περιθωριοποιημένου ώστε κάτω από μια κοινή στέγη, να παύει νομοτελειακά η αναπαραγωγή των κοινωνικών διακρίσεων ενώ οι εγωισμοί ξεπερνιούνται χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία και χωρίς ιδιαίτερη μεταμέλεια. Είναι χαρακτηριστική η καθησυχαστική απάντηση του Άλι στη μικρή για τους τσακωμούς των νέων της γονιών (γνωρίζοντας, μάλιστα, ότι στην πραγματικότητα και οι δύο είναι ομοφυλόφιλοι) ότι συνδέονται βαθύτερα με μια άλλη, διαφορετική αγάπη- κι όμως, συχνά ο Τόνι δυσανασχετεί για τον νέο του ρόλο ενώ η Ντίτα τού επισημαίνει ότι μένει στο σπίτι της χωρίς να πληρώνει νοίκι. Αν και η σκηνοθετική ματιά συλλαμβάνει ορισμένες φευγαλέες συναισθηματικές μεταβολές, οι χαρακτήρες δεν εμβαθύνονται και οι εσωτερικές τους μεταβολές δεν μεταδίδονται σ’ ένα σενάριο που καταφεύγει σε ευκολίες, η feelgood ατμόσφαιρα είναι άνευρη και η μουσική προσθέτει γλυκερότητα. Και, η κάμερα στο χέρι που αρχικά μεταδίδει μια χαρωπή ζύμωση ανάμεσα στους κατοίκους του σπιτιού, σταδιακά κουράζει όλο και περισσότερο, πασχίζοντας μαζί με τα κοντινά πλάνα και τον χαμηλό φωτισμό να δημιουργήσουν ατμόσφαιρα, συναισθήματα κι εντάσεις που δεν προκύπτουν από τις σχέσεις και τους χαρακτήρες. Εντύπωση, τέλος, κάνει η διαφορά στην απεικόνιση των ομοφυλοφιλικών σκηνών έρωτα όπου οι γυναικείες υπονοούνται με τρυφερότητα ενώ οι αντρικές σκηνές έχουν περισσότερη ωμότητα.
Είναι κρίμα γι’ αυτήν τη βραβευμένη ταινία με «Queer Λέοντα» στη Βενετία και με «Αργυρό Q-Hugo» στο Φεστιβάλ του Σικάγο, γιατί ενώ αρχικά μεταδίδεται μια θέρμη απ’ αυτό το ανθρώπινο μελίσσι, σύντομα τείνει προς τον μελοδραματισμό και την προβλεψιμότητα, υπονομεύοντας τις προθέσεις και τα μηνύματα.
Είδαμε την ταινία «Σπιτικό για αρχάριους» στο 65ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, στο αφιέρωμα «Un-Family-ar» της ενότητας Survey Expanded.