Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης: «Τετσούο ο σιδερένιος άνθρωπος» – Μηχανοποιημένοι πια άνθρωποι σε μια αταξινόμητη, μαξιμαλιστική, underground, καλτ ταινία
«Τετσούο: ο σιδερένιος άνθρωπος»
Σκηνοθεσία: Σίνια Τσουκαμότο.
Ηθοποιοί: Tomoroh Taguchi, Kei Fujiwara, Nobu Kanaoka, Shinya Tsukamoto.
Ιαπωνία, 1989.
Πόσο καιρό ο “Metal Fetishist” (:”Φετιχιστής του Μετάλλου”) ζει σ’ αυτόν τον χώρο που θυμίζει το εσωτερικό ενός διαλυμένου αυτοκινήτου; Πόσο καιρό μαζεύει όλα αυτά τα σκραπ, τα μεταλλικά εξαρτήματα, τους σωλήνες, καλώδια, αλουμινένιες πλάκες, παλιοσίδερα, συρρικνώνοντας όλο και πιο ασφυκτικά τον χώρο του- και νιώθοντας όλο και πιο οικεία μέσα σ’ αυτόν; Και, πόσες τέτοιες επεμβάσεις έχει κάνει στο σώμα του σαν αυτήν τη μεγάλη τομή στο πόδι του που ανοίγει με το μαχαίρι από όπου, βογκώντας από τον πόνο, εισάγει έναν σκουριασμένο μεταλλικό σωλήνα και δένει την πληγή ώστε να απορροφηθεί από το σώμα του; Πόση ποσότητα σκουριασμένου μετάλλου έχει ήδη ενσωματώσει;
Σ’ έναν κεντρικό δρόμο στη μεγάλη πόλη όπου, όμως, σπάνια κυκλοφορούν άνθρωποι ή αυτοκίνητα, σε μια ερημωμένη πόλη με αποξενωμένους ανθρώπους, ένα αυτοκίνητο χτυπά τον “Metal Fetishist” τραυματίζοντάς τον σοβαρά. Ο “Salaryman” (:”Άντρας του μισθού”) και η “Girlfriend” (:”Γκόμενα”) -οι άνθρωποι δεν έχουν πια ονόματα ή δεν έχουν πια σημασία τα ονόματά τους- βέβαιοι ότι τον έχουν σκοτώσει, πετούν το σώμα του στην όχθη ενός ποταμού όπου θα καταληφθούν από την ακατανίκητη επιθυμία να κάνουν έρωτα μπροστά του- κι αυτή η σκηνή θα επανέρχεται στη μνήμη του “Metal Fetishist”. Σαν ένα είδος θείας τιμωρίας, ο Salaryman θα δεχτεί την επίθεση μιας γυναίκας που σταδιακά θα αποκαλύπτεται ότι το δέρμα της σκεπάζει έναν οργανισμό εσωτερικά κατειλημμένο από ένα σωρό μεταλλικά αντικείμενα. Θα της ξεφύγει αλλά δεν θα έχει ξεφύγει από τις συνέπειες: καθώς ξυρίζεται, ένα μεταλλικό καρφί τρυπάει από μέσα το μάγουλό του. Είναι μόνο η αρχή: το δικό του σώμα πια εκρήγνυται από την επανάσταση διαφόρων μεταλλικών αντικειμένων- και το ίδιο θα συμβεί και στην “Girlfriend” όταν τον επισκεφθεί. Είναι μόνο η αρχή της διάδοσης μιας πρωτόγνωρης ασθένειας στην κυοφορία της οποίας δεν δινόταν σημασία όταν ο έρωτας υποβιβαζόταν σε ζήτημα ατομικής ικανοποίησης με απαξίωση του άλλου κι αποκλεισμό της ευθραυστότητας, όταν κάποτε επισημαίνονταν οι κίνδυνοι της εξάρτησης από τις μηχανές και, κυρίως, ότι η ανθρώπινη νόηση έτεινε όλο και ταχύτερα προς τον τρόπο λειτουργίας τους. Ήταν νομοτελειακό τόσο ότι ο εθισμός στις μηχανές και την τεχνολογία θα κατέληγε στην επιθυμία συγχώνευσής τους με τον άνθρωπο όσο κι ότι ο θαυμασμός για τη δημιουργία όλο και πιο εξελιγμένων μηχανημάτων μαζικών φόνων και καταστροφών θα κατέληγε στη δημιουργία ανθρώπων που δεν θα έβρισκαν νόημα στη ζωή παρά μόνο λειτουργώντας σαν δολοφονικές και καταστροφικές μηχανές οι ίδιοι πια.
Δαιμονισμένα σπιντάτη κίνηση της κάμερας πάνω σε θαμπά, με μια ονειρικότητα φωτισμένα μεταλλικά αντικείμενα κάθε λογής που περισσότερο υποβάλλουν τρόμο παρά προκαλούν φρίκη, μέχρι και γεωτρύπανα που έχουν αντικαταστήσει τους φαλλούς ή μεγάλα καλώδια σαν φίδια με τα οποία ζώνονται οι γυναίκες για να σοδομίσουν τους άντρες: το διαρκές σεξ ως η μόνη ευχαρίστηση όταν δεν καταλαμβάνονται από καταστροφική μανία, σεξουαλικές ακρότητες που επιβεβαιώνουν κι επισπεύδουν τη σωματική μετάλλαξη, το αίμα και τα σπερματικά υγρά θυμίζουν πια λάδια μηχανών στην υφή τους. Νομοτελειακά πια, τα κάθε λογής μεταλλικά αντικείμενα δεν έχουν αντικαταστήσει μονάχα τα ανθρώπινα εσωτερικά ανθρώπινα όργανα, πλέον έχουν τη δική τους ζωή κι ορίζουν την ανθρώπινη συνείδηση, περιγελούν κι αντιστρέφουν τα πλεονεκτήματα των δεδομένων έμφυλων ρόλων στον έρωτα χωρίς όμως να απελευθερώνουν τούς φορείς τους από την αναπαραγωγή των ανισοτήτων και την επιθυμία της κυριαρχίας πάνω στον άλλον. Εξαπλώνονται διαρρηγνύοντας το σώμα, την εικόνα, ό,τι έχει απομείνει από την ανθρώπινη υπόσταση η οποία ορισμένες φορές ωμού σεξ αισθάνεται την ανάγκη να καταφύγει σε αναμνήσεις αλλοτινών καιρών- πάντα με την τηλεόραση ανοιχτή και την εικόνα της θαμπή, θαρρείς σε μια διαρκή επικοινωνία του ανθρώπινου ηλεκτρομαγνητικού πεδίου μ’ αυτό της ηλεκτρικής συσκευής- εκλιπαρώντας μια άλλη μηχανοποιημένη ανθρώπινη ύπαρξη, “μην με αφήσεις ποτέ”, ανιχνεύοντας ακόμα ψήγματα φόβου της μοναξιάς και της ανάγκης του άλλου, σαν μια έσχατη σανίδα σωτηρίας. Όμως, η κινηματογράφηση των μεταλλικών σωλήνων που παραπέμπει σε προϊούσα αντικατάσταση των νευρώνων του εγκεφάλου και η ένωση δύο ολοκληρωτικά πια μηχανοποιημένων αντρικών υπάρξεων που, έχοντας αποτινάξει τη θηλυκή τους πλευρά, που έμπλεοι χαράς ετοιμάζονται να κονιορτοποιήσουν τον κόσμο στο όνομα της αγάπης τους, σημαίνουν ότι οι δυνατότητες αναχαίτισης αυτής της μετάλλαξης όλο και στενεύουν, αν δεν είναι ήδη αργά. Πως, άραγε, μπορεί το σώμα να χωρέσει όλο αυτό το μέταλλο εξακολουθώντας να δείχνει ανθρώπινο; Και, πόσο απέχει ο καιρός όπου θα αντικαταστήσουν και τις φλέβες τους, την αχίλλειο πτέρνα τους όταν δέχονται επίθεση, όταν η βία θα έχει διαχυθεί ολοκληρωτικά πια;
Άραγε, είναι οι άνθρωποι που ολοκληρώνουν τη διαδικασία μηχανοποίησής τους δοκιμάζοντας τις αντοχές τους ως τα άκρα με τις κινήσεις των “σωμάτων” ή πια οι μηχανές που έχουν ανθρωπομορφοποιηθεί κι ο θάνατος θα επέρχεται όχι εξαιτίας της γήρανσης των κυττάρων παρά εξαιτίας του όχι λιγότερο οδυνηρού σκουριάσματος και διάβρωσης των μετάλλων; Στην ταινία δεν διερευνώνται τα αίτια παρά γίνονται ορισμένες νύξεις ως προς το τι θα μπορούσε να ωθεί, να ελκύει τους ανθρώπους να αντικαθιστούν τα όργανα, τους ιστούς και τα κύτταρά τους με άχρηστα και σκουριασμένα μεταλλικά αντικείμενα. Αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία για τον σκηνοθέτη, είναι η προβοκατόρικη απεικόνιση ενός ασπρόμαυρου βασανιστικού εφιάλτη με προσχηματική πλοκή, ένα εξπρεσσιονιστικό παραλήρημα που μας περικυκλώνει, που θέλει να σοκάρει και να μας στροβιλίσει στην παραφροσύνη, χωρίς να μπορούμε να κλείσουμε τα μάτια χάρη στο κοφτό, σπασμωδικό μοντάζ, τα απότομα κοψίματα (“jump-cut”), το stop-motion και την ξέφρενη τρεχάλα της κάμερας στους δρόμους, διατηρώντας κομμένη την ανάσα μας, προκαλώντας ρίγος και κραυγές καθώς γελάμε- “‘ένα τριπαριστό sci-fi, βιομηχανικό, pop, μια διαρκής σεξουαλική φαντασίωση”, όπως έχει υπέροχα χαρακτηριστεί. Αισθητή η απόγνωση, μια ποιητικότητα αποπνέεται από τις εικόνες αυτού του αλλόκοτου κόσμου παραισθητικότητας παρά την αποστροφή που προκαλούν- υπάρχει όμως και υπερβολή, ηδονική επαναληπτικότητα σ’ αυτές τις απεχθείς εικόνες που τελικά κουράζουν κι ο εφιάλτης όλο και τείνει προς έναν σουρρεαλισμό. Αταξινόμητη, επεξεργασμένα ακατέργαστη underground, καλτ ταινία, μαξιμαλιστική σκηνοθετικά μέσα στη μικρή διάρκειά της των μόλις 67 λεπτών που, ωστόσο, θα μπορούσε να ήταν ακόμα μικρότερη.
Είδαμε την ταινία “Τετσούο: ο σιδερένιος άνθρωπος” στο 65ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης- Αφιέρωμα: “Εμείς, το τέρας”.