tetartopress

Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης: «Το πρωινό μου γέλιο» – Η γενιά μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας


“Το πρωινό μου γέλιο” (“Moj jutarnji smeh” / “My morning laughter”).
Σκηνοθεσία: Μάρκο Τζόρτζεβιτς.
Πρωταγωνιστούν: Φίπιλ Τζούριτς,  Γιάσνα Ντούρισιτς , Ιβάνα Βούκοβιτς, Νεμπόσα Γκλόγκοβατς.
Σερβία, 2019.

Εκνευρισμένος ο ψηλός, σωματώδης Ντέγιαν, σπάει μια τζαμόπορτα όταν ο μέθυσος πατέρας του, θέλοντας να τον κατευνάσει, επιμένει να τον ρωτά πόσα λεφτά να του δώσει για τις τηγανίτες που έφαγε – αυτές που η μητέρα του Ντέγιαν είχε φτιάξει αποκλειστικά για τον γιο της. Θα της τηλεφωνήσει να επιστρέψει άμεσα από την εργασία της και να του περιποιηθεί το τραυματισμένο χέρι. Εκείνη, ανησυχώντας ότι η ψυχική κατάσταση του πλησιάζει στο απροχώρητο, με δική της πρωτοβουλία κανονίζει επίσκεψη στον ειδικό της περιοχής τους, έναν αστρολόγο που διαβάζει τον καφέ και είναι αυτοδίδακτος ψυχολόγος. Ο Ντέγιαν, στα 28 του, παραμένει προσκολλημένος σε ένα οιδιπόδειο σύμπλεγμα.

“Γιατί δεν έχεις κοπέλα, σεξουαλική επιθυμία; Απέτυχες κάποτε, δεν σου σηκώθηκε ή τέλειωσες γρήγορα;… Πρέπει να αδειάζεις, να αποφορτίζεσαι…. Πόσες φορές την ημέρα αυνανίζεσαι; Δύο, τρεις;”
“Δεν ξέρω”. Ο Ντέγιαν αισθάνεται όλο και πιο αμήχανα, ωστόσο το σώμα του σαν να έχει αφυπνιστεί, η στάση του στην καρέκλα είναι όρθια, τα δάχτυλά του λες και κάτι προσπαθούν να τονίσουν.
“Γιατί ντρέπεσαι για το σώμα σου, τον εαυτό σου; Πρέπει να μου μιλήσεις”, ο γκουρού θα παραινέσει επιτακτικά τον Ντέγιαν. “Εάν δεν θέλεις να μιλήσεις, δεν έχει νόημα να συνεχίσουμε”. Και, παρά τους αρχικούς δισταγμούς, τα λόγια θα βγουν από το στόμα του Ντέγιαν, θα βρει το θάρρος να αρνηθεί σ’ αυτόν τον άνθρωπο που του μιλάει με πατρικό τόνο, που τον μαλώνει με έγνοια, τον ενθαρρύνει με ανησυχία. Ο Ντέγιαν θα αρνηθεί να παραδεχτεί- τόσο συχνά, η πνιγηρή περιχαράκωση με την ανάγκη να διαφυλαχθεί η γνωστή εικόνα, τόσο στους άλλους όσο και στον εαυτό, είναι προτιμότερη από τον κίνδυνο της έκθεσης και τον φόβο να διακινδυνευθεί η βεβαιότητα της απόρριψης.

Το βλέμμα του Ντέγιαν αποφεύγει αντανακλαστικά τα βλέμματα των άλλων, συνήθως τα μάτια του κοιτάζουν προς τα κάτω. Μιλάει λίγο και χαμηλόφωνα, σαν να πιστεύει ότι δεν έχει να πει κάτι ενδιαφέρον. Βουλιάζει μέσα στην καρέκλα. Όταν αντιδρά συναισθηματικά, τα χαρακτηριστικά τού προσώπου του θαρρείς ότι ξυπνάνε αργά και νωχελικά από μια ύπνωση χωρίς όμως να ολοκληρώνουν τον σχηματισμό μιας ζωηρής έκφρασης. Στο σώμα του διαγράφεται η παραίτηση. Αυτή η φαινομενική απάθεια επικαλύπτει μια θλίψη που χρησιμεύει για την απώθηση ενός θυμού- και οι περιοδικές εκρήξεις θυμού, προσφέρουν αναγκαία ανακούφιση με τη διέξοδο σε μια πνιγμένη κραυγή. Ο 28χρονος Ντέγιαν ζει σε μια επαρχιακή πόλη της Σερβίας, έχει γεννηθεί προς το τέλος της αιματηρής διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας κι έχει μεγαλώσει την εποχή του πολέμου του Κοσσυφοπεδίου και των βομβαρδισμών του ΝΑΤΟ (σε μια σκηνή, καθώς μια συνάδελφός του τον πλησιάζει διστακτικά και, συνάμα, διακριτικά, με φόβο και, συνάμα, με σεβασμό στον φόβο του, μια γυναίκα μιλάει δυνατά στο τηλέφωνο για έναν ετοιμοθάνατο καρκινοπαθή: είναι γνωστή η αύξηση των κρουσμάτων καρκίνου στη Σερβία μετά τους βομβαρδισμούς των ΗΠΑ με πυρομαχικά απεμπλουτισμένου ουρανίου, εγγράφοντας στη συλλογική συνείδηση της νέας γενιάς τον φόβο του θανάτου- και, μαζί, της ζωής). Όμως, υπάρχει ένας ακόμα λόγος που ο Ντέγιαν δεν έχει πάρει ακόμα τη ζωή στα χέρια του: ο σκηνοθέτης, γεννημένος το 1988, έχει δηλώσει ότι, “Στη γενιά μου, δυστυχώς πολλοί είμαστε παιδιά της μαμάς. Πολλοί μεγαλώσαμε υπερπροστατευμένοι από τους γονείς μας. Πιστεύω ότι συνέβη γιατί οι γονείς μας ανησυχούσαν πως θα τα βγάζαμε πέρα σε καιρούς πολέμου και φτώχειας σ’ ένα άσχημο και εχθρικό περιβάλλον”. Πώς να κατηγορήσεις αβασάνιστα αυτούς τους γονείς για τους υπέρμετρους φόβους τους μεγαλώνοντας παιδιά σε θανατερούς ή σκοτεινούς καιρούς, για την εμμονή τους στην ασφάλεια σε βάρος μιας πιο ψύχραιμης εκτίμησης των κινδύνων, για τη μετατροπή της φυσικής στοργικότητάς τους σε στραγγαλισμό της ανεξαρτησίας των παιδιών τους; Πώς να κατηγορήσεις αβασάνιστα τη μητέρα του Ντέγιαν που, κουβαλώντας επιπλέον τα προσωπικά της ψυχικά τραύματα μαζί με εκείνα που βίωσε η πατρίδα της, προκάλεσε κακό στο όνομα του καλού; (ο πατέρας του Ντέγιαν είναι ουσιαστικά απών- άραγε, η παραίτηση από τα οικογενειακά ηνία σ’ αυτήν την παραδοσιακά πατριαρχική Βαλκανική κοινωνία και η απομόνωσή του ήταν ασυνείδητες αντιδράσεις στη ευθύνη για τον κόσμο που παρέδωσε η γενιά του στα παιδιά της;). Πώς, όμως, να μην αισθανθούμε θλίψη για το άχθος που βαραίνει τον ενηλικιωμένο εδώ και χρόνια Ντέγιαν, για κάθε νέο άνθρωπο που τελματώθηκε η διαδικασία ωρίμανσής του με συνέπεια την έλλειψη αυτοεκτίμησης, τον φόβο του ανοίγματος στα συναισθήματα, τον φόβο του φόβου, την καταστολή από τη διαρκή εκλογίκευση των φόβων, την εσωτερική απόσυρση που τροφοδοτεί τον φαύλο κύκλο της απομόνωσης; Πως θα μπορούσε να τελειώσει για πάντα ο ασφυκτικός κλοιός του παρελθόντος και η βαριά του σκιά στο σήμερα; Και πως ανασύρεται στη ζωή η ανθρωπιά που διαφυλάσσεται μέσα σε μία τέτοια ψυχική κατάσταση;


Η κάμερα παραμένει ακίνητη σε όλη τη διάρκεια, παρατηρεί με υπομονή και έγνοια, θαρρείς θέλοντας να δώσει στον Ντέγιαν όλον τον χρόνο που έχει ανάγκη για να κατανοήσει τον εαυτό του και να αποτινάξει το ψυχικό του βάρος, κι όλον τον χρόνο που χρειάζεται το πλησίασμα ανάμεσα σε ανθρώπους πονεμένους και φοβισμένους, σαν να μας προτρέπει:“να είσαι κι εσύ εδώ”, σαν να θέλει να μας εμπνεύσει να τους προσέξουμε, να μας καταστήσει συμμέτοχους στην ιστορία τους. Χωρίς ηχητική επένδυση ώστε να αφουγκραζόμαστε τις σιωπές και με στατικά, μεγάλα σε διάρκεια πλάνα όπου παρακολουθούμε σαν να διαλογιζόμαστε, πλάνα στα πρόσωπα από μεσαία, κυρίως, απόσταση όπου στα περισσότερα κυριαρχούν μέρη του ανθρώπινου σώματος (δεν είναι μονάχα στο πρόσωπο που μπορούν να αποτυπωθούν με πληρότητα τα συναισθήματά μας), πλάτες ακίνητες που όμως μένουν εκεί παρά τον φόβο, δάχτυλα αμήχανα, χέρια που πασχίζουν να κρύψουν, άκρα που απλώνονται θέλοντας να συναντηθούν, μεταδίδοντάς μας την ψυχολογική κατάσταση των ηρώων με διακριτικότητα και σεβασμό. Η ατμόσφαιρα, όμως, δεν βαραίνει, ένας τρυφερά παιχνιδιάρικος τόνος υφέρπει μέσα στην αδεξιότητα και τον φόβο, μέσα σ’ αυτά τα δωμάτια με τον κιτρινισμένο φωτισμό από τις λάμπες και τη λιτή διακόσμηση από την εποχή της κάποτε ενιαίας Γιουγκοσλαβίας. Μια μινιμαλιστική, ευαίσθητη ταινία όπου μας συγκινεί η ανάδυση της ανθρώπινης φύσης που δεν σταματά να υπενθυμίζει ότι η ζωή είναι δική μας και, ταυτόχρονα, συνδεδεμένη αλληλέγγυα με τους άλλους. Και, ένα υπέροχο, καθηλωτικό, βαθιά ανθρώπινο φινάλε, κινηματογραφημένο πρωτότυπα, με μια αξέχαστη ερωτική σκηνή τόσο φυσική και σε φυσικό χρόνο όπου- πως αλλιώς, άραγε;- οι άνθρωποι ενώνονται μέσα από την αλήθειά τους (κι όταν ο αγαπημένος μας Νεμπόσα Γκλόγκοβατς, σ’ αυτήν εδώ την τελευταία του εμφάνιση, διαβάζει αισιόδοξα το μέλλον στο φλιτζανάκι του καφέ, εμείς τον έχουμε ήδη πιστέψει).

* Την ταινία “Το πρωινό μου γέλιο” την είδαμε στο 64ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης – Τμήμα: Reflections of Topos


 

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

 
 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

 
Ορχήστρα Σύγχρονης Μουσικής ΕΡΤ

Aνδρέας Κατερινόπουλος: «Τα Πουλιά Ανήκουν Στον Ουρανό»

Ένα νέο μουσικό έργο με γενικό τίτλο «Τα Πουλιά Ανήκουν Στον Ουρανό»,που ηχογραφήθηκε στο Studio B της ΕΡΑ υπό τη ...
Dog In Style:"Stress"

Dog In Style:”Stress”

Κυκλοφόρησε το νέο album των Dog In Style με τίτλο «Stress». Έχοντας δυο e.p. και τρία singles στο ενεργητικό τους, ...
Frenzee

Frenzee live στο An Club

Μια από τις πιο εκρηκτικές προτάσεις της εγχώριας punk rock σκηνής που βασίζεται στα 3 αδέλφια από την Κρήτη, επιστρέφει ...
Αλέξης Γούδας «Τσιγγανογραφία»

Αλέξης Γούδας «Τσιγγανογραφία»

Ήχοι από μπάντες του δρόμου στα Βαλκάνια και τις τσιγγάνικες γειτονιές, ethnic χρωματισμοί και αέρας μεσανατολίτικος. Ποιητικός λόγος, ιστορίες, φόρμες ...

Σχετικά με τον αρθρογράφο:

Έχει γράψει 187 Άρθρα

Εκείνες τις ατέλειωτες ελεύθερες ώρες των φοιτητικών χρόνων στην δεκαετία του '80, η ανάγκη για τη διαμόρφωση μιας προσωπικής ταυτότητας, να ξέρεις τουλάχιστον ποιος δεν είσαι, βρήκε καταφύγιο στην κινηματογραφοφιλία, στα διαβάσματα των κριτικών για ταινίες και στις συζητήσεις γύρω απ' αυτές. Με τα χρόνια, μετά από ναρκισσισμούς κι επιδείξεις, αυτό που μένει στο τέλος είναι το να είσαι επιτέλους ανοιχτός στο να μαθαίνεις διαρκώς τι σ' αρέσει, τι δεν σ' αρέσει, τι παύει να σ' αρέσει και τι αρχίζει να σ' αρέσει. Έτσι, ταυτόχρονα, είναι δυνατό επιτέλους, να μπορείς να δεχθείς τι αρέσει και τι δεν αρέσει και στον άλλον. Ο κινηματογράφος είναι σαν ένα δεύτερο σπίτι που μπορεί να χωράει όλο και πιο πολλούς. | [email protected]

RELATED ARTICLES

Back to Top