Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης: «Αποστολή στην άκρη του κόσμου» – Η ανάγκη ανακάλυψης απάτητων περιοχών και η δίψα για νέα αρχή
«Αποστολή στην άκρη του κόσμου» (The Expedition to the End of the World)
Σκηνοθεσία: Daniel Dencik
Δανία, 2013
Ποια βαθύτερη υπαρξιακή ανάγκη να εκφράζει, άραγε, η αναζήτηση μιας απάτητης περιοχής στη γη; Αποζητώντας τοποθεσίες και φυσικές ομορφιές που δεν έχουν καταγραφεί ούτε ονοματοδοτηθεί ακόμα, ελπίζοντας ότι θα εμπνεύσουν την επαφή με εκείνη την πιο φυσική, την πιο ακατέργαστη πλευρά του εαυτού που έχει καλυφθεί κάτω από τη συσσώρευση γνώσεων, εμπειριών και συνηθειών; Άραγε, αρκεί γι’ αυτό ο νέος τόπος, η απομάκρυνση από τα τοπία της καθημερινής ζωής;
Μια μικρή ομάδα ανθρώπων σαλπάρει με ένα καράβι που θυμίζει πλοίο άλλων εποχών, προς την Γροιλανδία και ανακαλύπτει κοντά στο μεγαλύτερο νησί της γης, ένα άλλο, μικρότερο νησί για το οποίο οι ενδείξεις αφήνουν την εντύπωση ότι δεν έχει πατήσει ανθρώπινο πόδι εκεί. Παγόβουνα, άγονη γη, βουνό, ανοιχτός ορίζοντας, σιωπή- ένα υποβλητικό, απόκοσμο τοπίο που, παρατηρώντας το, ο άνθρωπος αισθάνεται, όχι μονάχα δέος, αλλά επιπλέον το κωμικοτραγικό της ματαιοδοξίας του ότι κυριαρχεί πάνω στη γη. Επιστήμονες, φιλόσοφοι και καλλιτέχνες συμπεριλαμβάνονται σ’ αυτήν την ομάδα, με διαφορετικές φιλοδοξίες: οι επιστήμονες θέλουν να μετρήσουν, να καταγράψουν, να επιβεβαιώσουν ή να αναθεωρήσουν, οι φιλόσοφοι θέλουν να εμπλουτίσουν τούς στοχασμούς τους για την ανθρώπινη ύπαρξη και οι καλλιτέχνες, να δημιουργήσουν ένα ιδιαίτερο έργο τέχνης γι’ αυτόν τον άγνωστο τόπο ή, με αφορμή αυτόν. Όμως, το ερώτημα είναι κοινό για όλους: θα μπορέσουν, και σε ποιον βαθμό, ν’ απαλλαγούν από καθετί γνωστό, από το φορτίο της προσωπικότητάς τους ώστε να βρεθεί διαθέσιμος χώρος μέσα τους για κάτι νέο;
Αισθανόμαστε ότι παρά το δέος και τη δίψα τους για ανακάλυψη, σταδιακά επιστρέφει ο γνώριμος εαυτός τους: αστεία που λέγονται σαν μια επιβεβαίωση ενός πνευματώδους εγώ, αυτό που βρίσκει κάποιος να πει στη θέα πεταμένων βιβλίων από μια αρκούδα που αναζητούσε τροφή στο σπίτι τους, είναι ότι το ζώο διάβασε τα βιβλία τους και τα βαρέθηκε ή στο αποτέλειωμα ενός σολωμού στα χέρια ενός από την ομάδα, είναι ότι “πιο οργανικό φαγητό δεν μπορεί να υπάρξει”. Αλλά κι αυτές οι σκόρπιες φράσεις με υπαρξιακό περιεχόμενο που διατυπώνονται, είναι τόσο ξαναειπωμένες. Μια επανάληψη του χτες με άλλη μορφή στο τώρα. Η ανάγκη μιας νέας αρχής στη ζωή, δεν είναι κάθε φορά παρά μια αναγκαία ψευδαίσθηση; Και, σε τελική ανάλυση, πως είναι δυνατόν να υπάρχει ακόμα απάτητη γωνιά σ’ αυτόν τον πλανήτη; Τα υπολείμματα από χρηστικά αντικείμενα που μαρτυρούν μια πολύ παλιότερη ανθρώπινη παρουσία σ’αυτό το νησί, δεν τούς αφήνουν ελπίδες και η εξιδανίκευση σκοτεινιάζει.
Ο Dencik δεν φαίνεται να παίρνει μια θέση πάνω σε όλα αυτά: δεν κατανοούμε στο βαθμό που θα θέλαμε πόσο οι ήρωές του αυτοσαρκάζονται και πόσο ξαναπαίρνουν τον εαυτό τους στα σοβαρά. Πόσο αρνούνται να συνειδητοποιήσουν ότι καταφεύγουν στα δεδομένα της διαμόρφωσής τους και πόσο αποδέχονται, με μια απελευθέρωση, την επανάληψη του γνώριμου εαυτού τους. Δεν μας βοηθούν οι σύντομες φράσεις τους που αρκετές φορές ακούγονται σαν τσιτάτα, σαν τυποποιημένες αλήθειες, ούτε το υποτονικό της αφήγησης που θυμίζει μια αποστασιοποιημένη ανάγνωση αποσπασμάτων ενός ημερολογίου. Από την άλλη πλευρά, όμως, ο σκηνοθέτης μάς μεταδίδει την ανθρώπινη έπαρση για την επίδραση της παρουσίας του πάνω στη γη- ακόμα και μέσα από την ανησυχία για τις δραματικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής που προκαλείται από τις δραστηριότητές του: γιατί, η ανθρώπινη παρουσία δεν είναι παρά μια πολύ μικρή χρονικά παρένθεση στην ιστορία του πλανήτη μας.
Γιατί, αυτό που, τελικά, πρέπει να συνεχίσει να πετυχαίνουμε, είναι να προσαρμοζόμαστε στις ακραίες αλλαγές που συμβαίνουν περιοδικά, είτε αντιμετωπίζοντας πολύ ψηλές θερμοκρασίες και πολύ χαμηλές, είτε κατακλυσμούς και ξηρασίες, ηφαιστειακές εκρήξεις, σεισμούς, αμμοθύελλες και ανεμοστρόβιλους. Η ανθρώπινη ιστορία δεν είναι παρά η ιστορία μιας διαρκούς μετανάστευσης, με σκοπό την εύρεση ενός ασφαλούς μέρους, μέχρι κι αυτό να πάψει να είναι ασφαλές: “Αν εξακολουθήσει η υπερθέρμανση του πλανήτη, αυτήν τη φορά θα πάμε όλοι στις Άλπεις, θα εισβάλουμε στην Ελβετία. Μια χαρά. Γαντζωνόμαστε νοσταλγικά στο γνώριμο τρόπο ζωής μας. Γιατί να χρειαζόμαστε δυό αυτοκίνητα κι όχι μια σχεδία;”, όπως αναρωτιέται ένα μέλος αυτής της παρέας. Αλλά ακόμα κι αν εξαφανιστεί το ανθρώπινο είδος από προσώπου γης, τότε θ’ αναδυθούν από το εσωτερικό της, όπου ζουν κρυμμένοι, μικροοργανισμοί και βακτήρια- η ζωή, πάντως, θα εξακολουθήσει να υπάρχει και χωρίς εμάς, όπως υπήρχε πριν από εμάς. Βέβαια, τότε δεν θα υπάρχει πια άλλο ζωντανό είδος που να υμνολογεί την ομορφιά της φύσης αλλά, αυτή η μοναδική ικανότητά μας, δεν έχει αποτρέψει τις ζημιές που προκαλούν οι δραστηριότητές μας.
Ούτως ή άλλως, όπως λέει ένας άλλος χαρακτήρας της ταινίας, η ανθρώπινη παρουσία στη γη, προέκυψε ενδεχομένως τυχαία, μετά από μια εποχή ακραίων καιρικών φαινομένων και μια αλυσίδα καταστροφικών γεγονότων . Είναι σ’ αυτό το πεδίο όπου η ταινία μάς μεταδίδει στοχαστικότητα και κερδίζει τις εντυπώσεις μας.
Το ντοκιμαντέρ «Αποστολή στην άκρη του κόσμου», το είδαμε στην ενότητα «Προορισμός: Ταξίδι» του online 23ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Περισσότερες πληροφορίες για τις επόμενες προβολές του ντοκιμαντέρ μπορείτε να βρείτε εδώ.