Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης: “Η εμπειρία του Ζολά”- Η αλληλεπικάλυψη των ρόλων θεάτρου και ζωής

“Η εμπειρία του Ζολά” (“L’experience Zola”).
Σκηνοθεσία: Τζανλούκα Ματαρέζε.
Ηθοποιοί: Anne Barbot, Benoît Dallongeville.
Ιταλία, Γαλλία, 2023.
“Νόμιζα ότι όταν είσαι σε σχέση με κάποιον, ζεις όλη σου τη ζωή μαζί του”, λέει η Άννα για τον πρόσφατο χωρισμό της από τον σύζυγό της, αποφασισμένη να μην ξαναζήσει ερωτική σχέση. Τα ανθρώπινα σχέδια, όμως, οι προφυλάξεις και οι περιχαρακώσεις πάντα κλονίζονται από τη ζωή που, σαν ποτάμι που κυλάει ακατάπαυστα και δεν περνάει ποτέ από το ίδιο σημείο, μας υπενθυμίζει ότι βιώνεται μόνο στο τώρα κι ότι πάντα μέσα μας διψάμε για το “μαζί”. Ο Μπεν, γείτονας της Άννα στο νέο της σπίτι, την βοηθά καθημερινά στις πρακτικές δυσκολίες τής εγκατάστασής της και στις γονεϊκές υποχρεώσεις με τον έφηβο γιο της- και τής καταθέτει τον έρωτά του χωρίς περιστροφές: συμβάλλουν, άραγε, ένας μύθος που μπορεί να έχει πλάσει ως θεατής στις παραστάσεις της, ένα αίσθημα οικειότητας από τη δική του επαγγελματική ιδιότητα ως ηθοποιός, ότι και οι δύο βιώνουν μια περίοδο αδράνειας που προσφέρει τη δυνατότητα για μοίρασμα κι εγγύητα; Εκείνη, παρά την απόσυρσή της, διατηρεί την εκφραστικότητα στο πρόσωπό της, φανερώνοντας ένα παιδί που δεν έχει πάψει να ελπίζει ενώ εκείνος, παρά τα λόγια πάθους που καταθέτει, έχει μια ακύμαντη έκφραση όπου υφέρπει η κατάθλιψη, φανερώνοντας έναν ενήλικο που πιστεύει ότι πάντα θα πληγώνεται στον έρωτα. Θέλει, άραγε, να της ξυπνήσει τη διάθεση για ζωή ελπίζοντας στη δική του λύτρωση; Κι εκείνη, με το τραύμα ανοιχτό από την εγκατάλειψη του πρώην συζύγου της, συνειδητοποιεί ότι έχει ανάγκη κάποιον που θα της δείχνει ότι την αγαπά;
Αρχίζοντας τις αναγνώσεις για τη θεατρική μεταφορά της “Ταβέρνας” του Εμίλ Ζολά και διερευνώντας τους ρόλους της Ζερβέζ και του Κουπώ, δύο ανθρώπων της εργατικής φτωχολογιάς του Παρισιού που παντρεύονται αρχίζοντας μια νέα ζωή μαζί όπου η Ζερβέζ μεγαλώνει μόνη τα παιδιά της έχοντας εγκαταλειφθεί από τον σύζυγό της κι ο καλόκαρδος Κουπώ στέκεται στο πλευρό της- κατανοούμε γιατί η Άννα και ο Μπεν ελκύονται από το συγκεκριμένο έργο- αρχίζουν να θολώνουν τα όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα και την τέχνη, ανάμεσα στους ρόλους της ζωής και τους θεατρικούς ρόλους. Ερωτευμένοι στη ζωή και υποδυόμενοι τους ερωτευμένους στο θέατρο: μπορεί η ορμή του έρωτά τους να λύσει τα μάγια τους, λύνει τα μάγια η ορμή κάθε νέου έρωτα, και ενδυναμώνεται ή δοκιμάζεται ο έρωτάς τους πάνω στο σανίδι; Οι συγκρούσεις της προσωπικής τους ζωής θα επιτείνουν τη δραματικότητα της σκηνικής ζωής τους και ποιο θα είναι το αποτύπωμα της πτωτικής πορείας της Ζερβέζ και του Κουπώ πάνω στην Άννα και τον Μπεν;
“Για μας, το σημαντικό είναι να εξερευνήσουμε την πραγματικότητα κι από εκεί να περάσουμε στη μυθοπλασία”, καθοδηγεί, εμψυχώνει η Άννα τους ηθοποιούς- και τον εαυτό της- στις πρόβες. Οι ηθοποιοί καλούνται να ερμηνεύσουν τους ρόλους τους μέσα από τις εμπειρίες τους και οι δύο ήρωες φτάνουν στο σημείο να βιώνουν μια κατάσταση όπου ο ρόλος αλληλοεπικαλύπτεται με την πραγματική τους ζωή, όπου ο θεατρικός τους εαυτός γίνεται ρόλος στη ζωή τους και η ζωή βιώνεται ταυτόχρονα ως παράσταση και ως αναπαράστασή της- άραγε, σε ποιον βαθμό το αντιλαμβάνονται; “Οι άντρες έχετε το χάρισμα να βάζετε εμάς τις γυναίκες σε απίθανες καταστάσεις”, λέει στην αρχή η Άννα αναφερόμενη στον άδοξο γάμο της κι αργότερα την ακούμε να το λέει ως Ζερβέζ στον Κουπώ ενώ σε άλλες σκηνές, ένας διάλογος στην προσωπική ζωή, συνεχίζεται στην πρόβα ή την παράσταση και αντίστροφα: αλήθεια, ποιο είναι το αληθινό σ’ αυτό το διαρκές αλληλοκαθρέφτισμα ανθρώπων και καταστάσεων; “Δεν ξέρω πια τι παίζουμε”, θα δηλώσει η Άννα. Όμως, το αλληλοκαθρέφτισμα και η έκθεση στη θεατρική σκηνή λειτουργούν επιπλέον ψυχοθεραπευτικά προσφέροντας τη δυνατότητα αναβίωσης των τραυμάτων του παρελθόντος με αναζωογονημένη συνειδητότητα πια (“οι πληγές που βγαίνουν επί σκηνής, είναι όμορφες” δηλώνει η Άννα), μέσα μέσα από τη ζωή μιας άλλης, φανταστικής ύπαρξης, μέσα στο προστατευτικό δίχτυ της τέχνης: “Σ’ αυτόν τον χώρο μπορείς να κάνεις και να πεις τα πάντα… η σκηνή κάνει τους ανθρώπους να φαίνονται πιο όμορφοι”, θα πει η Άννα. Και όλα αυτά που συμβαίνουν μπροστά στους θεατές, βιώνονται από τους θεατές, γίνονται μια κοινή θεραπευτική εμπειρία που, μέσω της ταινίας, μεταδίδεται στους θεατές της σε όλον τον κόσμο.
Πρόκειται για μια ταινία μυθοπλασίας που ο σκηνοθέτης δηλώνει ότι πλησιάζει πολύ κοντά στο ντοκιμαντέρ, με δηλωμένες τις επιρροές του από τον Τζων Κασσαβέτη στην απεικόνιση των ανθρώπινων δραμάτων, της χαράς της αποδοχής από τον άλλον, του βαθέματος της γνώσης του άλλου, της ελπίδας ότι όλα θα πάνε καλύτερα αυτήν τη φορά, της ενδυνάμωσης της επικοινωνίας ή της ανάπτυξης του ανταγωνισμού στο κοινό επαγγελματικό έδαφος, των εγωισμών, των παλιών φόβων που ξυπνάνε και βασανίζουν ερήμην του άλλου, της ανάμνησης του πόνου, των υπερβάσεων και των περιχαρακώσεων και της παλινδρόμησης μεταξύ τους, της επίγνωσης των αντιφάσεων ή της άγνοιάς τους, της ανάγκης του άλλου και του φόβου του άλλου, “των ψεμάτων που λέμε για τον εαυτό μας τείνοντας προς την αλήθεια” (είναι η φράση του Ζολά που ανοίγει την ταινία).
Ο σκηνοθέτης συμπληρώνει: “Η δομή της ταινίας είναι ένας διάλογος ανάμεσα σε δύο αφηγήσεις, ανάμεσα σε ό,τι συμβαίνει επί σκηνής και σε ό,τι συμβαίνει στα παρασκήνια… καθώς προετοιμάζονται να εισέλθουν στον μυθιστορηματικό κόσμο της φαντασίας”. Οι ερμηνείες των δύο πρωταγωνιστών μεταδίδουν τη συναισθηματική δίνη όπου απορροφώνται αναζητώντας το χέρι του άλλου για να βγουν έξω απ’ αυτήν- το ίδιο χέρι που έχουν αρνηθεί μια στιγμή πριν και θα αρνηθούν ξανά ή θα συνειδητοποιήσουν ότι χωρίς αυτό η ζωή είναι λειψή.
Ωστόσο, η σύνδεση με τον Ζολά περιορίζεται σ’ αυτήν ενός πλαισίου στην ταινία καθώς δεν δίνεται βάρος στην κοινωνικοπολιτική διάσταση του βιβλίου που περιγράφεται στη φράση της Άννα, “πρόκειται για την ιστορία ενός ζευγαριού, ανθρώπους που θέλουν να πετύχουν. Η Ζερβέζ θέλει να χειραφετηθεί μέσω της δουλειάς, ο Κουπώ θέλει να κάνει οικογένεια. Όμως, η κοινωνία και η σκληρότητα του κόσμου διεισδύουν στη σχέση τους και τη συνθλίβουν. Διασκευάζοντας το βιβλίο, κάποιος θα πρέπει να λάβει υπόψη του τη σύνδεση της ιδιωτικής ζωής με την πολιτική”. Και, αν κι έχουμε την αίσθηση ότι ορισμένες στιγμές η σύγχυση των ορίων ανάμεσα στην πραγματικότητα και την τέχνη οργανώνεται σκηνοθετικά περισσότερο από όσο χρειάζεται τείνοντας προς τον φορμαλισμό, δεν παύει αυτή η πρωτότυπη ταινία να κεντρίζει το ενδιαφέρον μας, να μάς αγγίζει, να μάς συναρπάζει.
(Είδαμε την ταινία “Η εμπειρία του Ζολά” στο 26ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης- Τμήμα: Top Docs)