tetartopress

Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης: “Τσίκο & Ρίτα” του Φερνάντο Τρουέμπα – Υπέροχο σχέδιο, απολιτίκ περιβάλλον


“Τσίκο & Ρίτα” (“Chico & Rita”)
Σκηνοθεσία: Φερνάντο Τρουέμπα, Χαβιέ Μαρισκάλ, Τόνο Εράντο.
Animation παραγωγής Ισπανίας, 2010.

Τα θλιμμένα μάτια του γερασμένου πια Τσίκο φωτίζονται όταν ακούγοντας το παλιό, αγαπημένο τραγούδι στο ραδιόφωνο, μεταφέρεται 60 περίπου χρόνια πίσω.  Φτωχός λούστρος σήμερα στους δρόμους της Αβάνα, τότε ήταν ένας υπερταλαντούχος πιανίστας κι ένα από εκείνα τα ξέφρενα βράδια χορού στα night clubs της πόλης το 1948, ερωτεύτηκαν κεραυνοβόλα με την Ρίτα. Είναι το τραγούδι που είχε γράψει για τη βαθιά, αισθαντική φωνή της και με το οποίο είχαν κερδίσει έναν μεγάλο διαγωνισμό, τότε που όλα έμοιαζαν παραμυθένια για τους δύο νέους- όσο παραμυθένια απεικονίζεται η Αβάνα εκείνης της εποχής στην ταινία. “Πόσο όμορφη ήταν η νυχτερινή ζωή της Αβάνα τη δεκαετία του ’40 και του ’50… Επίσης, φαίνεται ότι ήταν μια εποχή που ήταν υπέροχη εικαστικά”, δηλώνει ο Τρουέμπα.

Ήταν η Αβάνα της προεπαναστατικής Κούβας που, όμως, δεν χώρεσε στις εικόνες της ταινίας, των τεράστιων ξενοδοχείων-καζίνο που ανήκαν σε Αμερικανούς μαφιόζους όπου οι ευκατάστατοι Αμερικανοί τουρίστες απολάμβαναν την απαστράπτουσα επιφάνεια του νησιού, αγνοώντας τη φτώχεια του μεγαλύτερου μέρους του ντόπιου πληθυσμού- και την ευθύνη της πατρίδας τους γι’ αυτήν. Ήταν η αόρατη στην ταινία Κούβα όπου η δημόσια περιουσία της είχε εκποιηθεί σε μεγάλες επιχειρήσεις των ΗΠΑ και ξέπλεναν μαύρο χρήμα, όπου το κράτος ευνοούσε τα εύπορα κοινωνικά στρώματα, όπου φτωχές γυναίκες, ντυμένες με ακριβά λευκά φορέματα στα κλαμπ της κονσομασιόν, αναγκασμένες θα ‘λεγες να φορούν επαγγελματική στολή, χόρευαν με τους τουρίστες πριν τους πουλήσουν το σώμα τους: όμως, η παρουσία και ο τρόπος διασκέδασης των ευκατάστατων τουριστών στην ταινία περιορίζεται σ’ έναν Αμερικανό ατζέντη των show business που η αλαζονεία του στραπατσάρεται από τον Τσίκο σε αγώνες ταχύτητας με την αστραφτερή λιμουζίνα του να ηττάται από το ταπεινό δίκυκλο του νεαρού Κουβανού -και τον οποίο η Ρίτα θα ακολουθήσει στις ΗΠΑ τελικά, απογοητευμένη από τις απιστίες του Τσίκο- παραδόξως καθώς η απέχθεια της Ρίτα για το πρόσωπό του ήταν εμφανής, γιατί ο έρωτάς της για τον Τσίκο δηλώνεται ως μοιραίος και γιατί η προσωπικότητά της είχε περιγραφεί ότι δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί της. Αυτή η εποχή της Κούβας απεικονίζεται μονοδιάστατα, άνευρα,  χωρίς παλμό στους χορούς όπου γνωρίζουμε ότι οι Κουβανοί εκφράζουν χαρά για τη ζωή και λειψά ιστορικά- αναπόφευκτα, στη μνήμη μας έρχεται το αριστούργημα του Σοβιετικού Μιχαήλ Καλατόζοφ, “Είμαι η Κούβα” (1964), ιδιαίτερα στη σκηνή της γνωριμίας του Τσίκο με την Ρίτα και η σύγκριση κάνει ακόμα πιο έντονη την την επιφανειακότητα στο “Τσίκο και Ρίτα”, έστω κι αν οι δύο ταινίες έχουν διαφορετικές προθέσεις.


Σχετικά με τον χαρακτήρα της Ρίτα, ο Τρουέμπα δηλώνει ότι “περιέχει πλευρές από πολλές Κουβανές κι Αμερικανίδες”. Για τον χαρακτήρα του Τσίκο, ότι είναι εμπνευσμένος από τον σπουδαίο Κουβανό πιανίστα και συνθέτη Μπέμπο Βαλντέζ (και είναι σχεδιασμένος πάνω στις εκφράσεις και την κινησιολογία του), μια μεγάλη φυσιογνωμία εκείνης της πυρετώδους μουσικά περιόδου της Κουβανικής μουσικής, στα τέλη της δεκαετίας του 1940 κι ολόκληρη τη δεκαετία του 1950. Επίσης, ο Τρουέμπα συμπληρώνει ότι ο χαρακτήρας του Τσίκο “αντιπροσωπεύει κάθε Κουβανό μουσικό εκείνης της γενιάς” που πολλοί έζησαν για ένα διάστημα στη Νέα Υόρκη, μπολιάζοντας το Αμερικάνικο μπίμποπ με τους Κουβανικούς τζαζ-αφρο-λάτιν ρυθμούς- στην ταινία τονίζεται αυτή η γόνιμη μουσική αλληλεπίδραση, η διαρκής μουσική επικοινωνία ανάμεσα στα δύο κράτη εκείνη την εποχή. Ο Μπέμπο Βαλντέζ που εξομοίωνε τη δικτατορία του Μπατίστα με τη διακυβέρνηση του Κάστρο, εγκατέλειψε την πατρίδα του έναν μόλις χρόνο μετά την επικράτηση της Επανάστασης εξαιτίας των κυβερνητικών παρεμβάσεων στο έργο του, αυτοεξορίστηκε στο Μεξικό πριν καταλήξει στη Σουηδία όπου, τη δεκαετία του 1990 πια, ο Τρουέμπα τον αναγνώρισε και του ζήτησε να συνεργαστούν. Στην ταινία, αντίθετα με τη διαδρομή του Βαλντέζ, ο Τσίκο επιστρέφει στην Κούβα λίγο μετά την εγκαθίδρυση της κυβέρνησης Κάστρο αλλά, όπως ακούμε, έπρεπε να γραφτεί στο κόμμα για να έβρισκε δουλειά ως μουσικός ενώ, επιπλέον, η τζαζ θεωρούνταν πλέον ως ιμπεριαλιστική, ως μουσική του εχθρού- προφανώς, έτσι εξηγείται η δουλειά του σαν λούστρος και η νοσταλγία του για την προεπαναστατική Κούβα: δεν αμφισβητούμε, βέβαια, ότι συνέβησαν τέτοιοι αποκλεισμοί στην πραγματικότητα, αυτό όμως που θεωρούμε προβληματικό, είναι ότι αγνοείται η κοινωνική σημασία της Επανάστασης.

Πλημμυρισμένη η ταινία από τη μουσική του Βαλντέζ και των Θελόνιους Μονκ, Τσάρλι Πάρκερ, Ντίζι Γκιλέσπι, Κόουλ Πόρτερ και Τίτο Πουέντε. Κατά τον Τρουέμπα, η ταινία “είναι ένα τραγούδι ρομαντικό, ένα μπολερό”, όπου τονίζεται το μελοδραματικό στοιχείο της σχέσης ανάμεσα στον Τσίκο και την Ρίτα, σαν παλιό λαϊκό ρομάντζο, που πότε ήταν μαζί- περισσότερο, όμως, χώρια, όχι μόνο εξαιτίας των εμποδίων που έβαζαν ο ένας στον άλλον κι ο καθένας στον εαυτό του (πρωτίστως, βέβαια, ο Τσίκο), επιπλέον εξαιτίας των συνθηκών και των συγκυριών στις πόλεις που ξαναβρίσκονταν και ξαναχάνονταν, από την Αβάνα στη Νέα Υόρκη, κι από το Παρίσι στο Λας Βέγκας. Το μεγάλο ατού της ταινίας, βέβαια, είναι το υπέροχο σχέδιο με τους ιμπρεσιονιστικούς χρωματικούς τόνους που αποπνέει ρομαντισμό και νοσταλγία, αναπλάθοντας με φαντασία εκείνη την εποχή- αν κι εξιδανικευμένα. Επίσης, υπάρχουν ορισμένες υπέροχες σκηνές, όπως η κηδεία του Τσάνο Πότζο (ενός άλλου σπουδαίου Κουβανού μουσικού που έπαιξε στις ΗΠΑ μαζί με τον Γκιλέσπι) που γίνεται υπό τους ήχους μιας ζωντανής, χαρωπής ρούμπα και μας μεταδίδεται η σωματικότητα του έρωτα του Τσίκο και της Ρίτα χάρη στα όμορφα, θερμά ζωγραφισμένα γυμνά σώματά τους. Δυστυχώς, όμως, οι χαρακτήρες είναι απλοϊκοί και δεν αναπτύσσονται και το κατά τα υπόλοιπα εξαιρετικό animation δεν προσδίδει εκφραστικότητα στα πρόσωπα- μακάρι να υπήρχαν κι άλλες στιγμές σαν εκείνη όπου ο Πότζο που αντιλαμβάνεται ότι θα τον πυροβολήσουν Αμερικανοί dealers στις ΗΠΑ όπου ζούσε, αποκτά μια έκφραση εκστατική, υπερβαίνοντας τον φόβο τού επερχόμενου θανάτου του (υπάρχουν ορισμένες νύξεις για την εγκληματικότητα και τον ρατσισμό στις ΗΠΑ που, ωστόσο, περισσότερο διανθίζουν τη δράση παρά εμβαθύνονται). Και, η σχεδόν ολική απουσία αναφορών για το ιστορικό- κοινωνικό πλαίσιο εκείνης της εποχής στην Κούβα (θαρρείς σε συντονισμό με την απολιτική νοοτροπία του Βαλντέζ, όπως ο ίδιος είχε δηλώσει για τον εαυτό του) καθιστά την ταινία σαν μια νοσταλγία για εκείνη την διεφθαρμένη Κούβα που, στην ουσία, ήταν καζίνο και καμπαρέ των πλουσίων Αμερικανών, και προτεκτοράτο των ΗΠΑ.

(Είδαμε το ντοκιμαντέρ “Τσίκο & Ρίτα” στο 26ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης- Αφιέρωμα στον Φερνάντο Τρουέμπα).

 
 

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

 
 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

 
Σοφία Αυγερινού «Άγνωστες λέξεις»

Σοφία Αυγερινού «Άγνωστες λέξεις»

Οι τακτικές επισκέψεις της αφηγήτριας στο σπίτι των τυφλών συγγενών της μετατρέπονται σε εναγώνιες προσπάθειες να σώσει τον γιο τους ...
«Με τη καρδιά στο χέρι» - Το πρώτο single από τον επερχόμενο νέο δίσκο του Γιάννη Βεσλεμέ «Η Εκδρομή»

«Με τη καρδιά στο χέρι» – Το πρώτο single από τον επερχόμενο νέο δίσκο του Γιάννη Βεσλεμέ «Η Εκδρομή»

Ο Γιάννης Βεσλεμές επιστρέφει στις 14 Φλεβάρη  με καινούριο δίσκο στη Veego Records. «Η Εκδρομή» εξιστορεί σε 10 τραγούδια – ...
Τιφέν Ριβιέρ «Η Διάκριση»

Τιφέν Ριβιέρ «Η Διάκριση»

Ένας καθηγητής κοινωνιολογίας προσπαθεί να εξηγήσει στους μαθητές του λυκείου του τις βασικές έννοιες της Διάκρισης του Πιερ Μπουρντιέ, οδηγώντας τους να ...
Naxatras - Νέο single & ανακοίνωση κυκλοφορίας νέου άλμπουμ

Naxatras – Νέο single & ανακοίνωση κυκλοφορίας νέου άλμπουμ

To psychedelic rock συγκρότημα Naxatras ανακοίνωσε την κυκλοφορία του πέμπτου στούντιο άλμπουμ τους, V, που θα κυκλοφορήσει στις 28 Φεβρουαρίου ...

Σχετικά με τον αρθρογράφο:

Έχει γράψει 232 Άρθρα

Εκείνες τις ατέλειωτες ελεύθερες ώρες των φοιτητικών χρόνων στην δεκαετία του '80, η ανάγκη για τη διαμόρφωση μιας προσωπικής ταυτότητας, να ξέρεις τουλάχιστον ποιος δεν είσαι, βρήκε καταφύγιο στην κινηματογραφοφιλία, στα διαβάσματα των κριτικών για ταινίες και στις συζητήσεις γύρω απ' αυτές. Με τα χρόνια, μετά από ναρκισσισμούς κι επιδείξεις, αυτό που μένει στο τέλος είναι το να είσαι επιτέλους ανοιχτός στο να μαθαίνεις διαρκώς τι σ' αρέσει, τι δεν σ' αρέσει, τι παύει να σ' αρέσει και τι αρχίζει να σ' αρέσει. Έτσι, ταυτόχρονα, είναι δυνατό επιτέλους, να μπορείς να δεχθείς τι αρέσει και τι δεν αρέσει και στον άλλον. Ο κινηματογράφος είναι σαν ένα δεύτερο σπίτι που μπορεί να χωράει όλο και πιο πολλούς. | [email protected]

RELATED ARTICLES

Back to Top