Φτερά για δύο

Δυο λαμπερά, πονηρά ματάκια καμάρωναν όλο χαρά το είδωλο στον καθρέφτη. Πόσο όμορφα, σαν αραχνοΰφαντα και όλο μεγάλωναν. Τα κίνησε ακόμα πιο γρήγορα και αιωρήθηκε για λίγο. Δυνατό, καθάριο αγνό γέλιο ξέσπασε στο δωμάτιο. Μέχρι χθες δεν μπορούσε να το κάνει αυτό. Ανυπομονούσε να το δείξει στη μητέρα της, άλλωστε μόνο σε εκείνην της επιτρεπόταν να τα επιδεικνύει.
Μελαγχόλησε απότομα. Όσες φορές κι αν της το είχε εξηγήσει, ήταν αδύνατον να καταλάβει και ακόμα περισσότερο να το δεχτεί. Γιατί οι άλλοι άνθρωποι να τρομοκρατούνται, να τρομάζουν από τα φτερά της. Κάτι άλλο διαφορετικό θα έχουν κι αυτοί, που δεν έχει η ίδια. Δεν μπορεί να είναι τόσο σκληροί απέναντι σε τόσο όμορφα και εύθραυστα φτερά. Αν μπορούσε μόνο να τους τα δείξει.
Οι αντιρρήσεις της έπεφταν πάντα στο κενό. Έμαθε να ζει όπως προστάζει η κοινωνία. Μεγάλωσε με δυο φτερά διπλωμένα και κρυμμένα κάτω από μοντέρνα και σικάτα ρούχα. Πίσω από κοινωνικούς κανόνες, πρέπει και νόμους φτιαγμένους με μαγιά το φόβο, που εγκλωβίζουν και δεν απελευθερώνουν. Κι ας έλεγε ο ποιητής να πιάσει το πρέπει από το γιώτα και να το γδάρει ως το πι. Έκλεισε τα αυτιά της και όλη την ύπαρξή της στην μοναξιά, αφού όλοι θα τρόμαζαν από το παράξενο.
Μόνο όταν βρισκόταν μόνη σε ρεματιές, σπηλιές και ρυάκια μπορούσε να απλώσει, να τινάξει τα φτερά της και να στροβιλιστεί σε δρόμους αέρινους, φωτισμένους από πυγολαμπίδες. Αν και τελευταία το πέταγμα γινόταν όλο και πιο δύσκολο. Οι επαγγελματικές υποχρεώσεις είχαν έρθει να προστεθούν στον ασφυκτικό κόσμο που ζούσε και να της στερήσουν ακόμη περισσότερο ελεύθερο χρόνο.
Με δυο μάτια μελαγχολικά στερημένα από χαρά και κουρασμένα από την προσπάθεια να διατηρούν κρυμμένα την όποια αλήθεια της, τον είδε μπροστά της στο διάδρομο για το ασανσέρ. Καιρό τώρα την κοιτούσε με τρόπο ιδιαίτερο, αλλιώτικο από τους άλλους. Τα γραφεία τους, σε αρκετή απόσταση το ένα από το άλλο. Κι όμως ήταν πολλές οι φορές που σήκωνε απότομα το κεφάλι της και το έστρεφε προς το μέρος του, αφού θα έπαιρνε όρκο πως τον άκουγε να της μιλά. Πεντακάθαρα ηχούσε η φωνή του στα αυτιά της. Και πάντα έκανε το ίδιο λάθος. Εκείνος έστεκε σιωπηλός και σκεφτικός. Γύρναγε και ξανακοίταγε εκείνη. Να σιγουρευτεί πως το γραφείο ήταν στην ίδια απόσταση που ήταν πάντα κι ας τον ένιωθε πιο κοντά.
Ο χαρακτηριστικός ήχος της άφιξης του ασανσέρ την έβγαλε από τις σκέψεις της. Μπήκε μέσα εκείνος και με αργή κίνηση γύρισε προς το μέρος της. Κλείνοντας η πόρτα ανάμεσά τους, δυο πράγματα πρόλαβε να διακρίνει. Το χαμόγελό του καθώς εισχωρούσε με τα μάτια του βαθειά στα δικά της και αν είναι δυνατόν, πίσω του καθρεφτίζονταν δυο φτερά;